Η ρήση των Διόσκουρων
Της χώρας βασιλιά, Θεοκλύμενε, άκου·
συγκράτησε τον άπρεπο θυμό σου·
οι Διόσκουροι μιλούν, οι γιοι της Λήδας,
τ' αδέλφια της Ελένης που 'χει φύγει
απ' το παλάτι σου· γραφτό δεν ήταν
γυναίκα σου να γίνει· μη θυμώνεις.
Η κόρη της Νηρηίδας, η αδελφή σου
Θεονόη, δε σ' αδικεί που δείχνει σέβας
στους νόμους των θεών και στου γονιού σου
τις δίκαιες εντολές. Όριζε η μοίρα
στο σπίτι σου να μείνει ως τώρα μόνο·
όταν συθέμελα την Τροία γκρεμίσαν,
τ' όνομα της Ελένης δε χρειαζόταν
στους θεούς άλλο· πρέπει αυτή να ζήσει
με τον παλιό της άντρα και μαζί του
στο σπιτικό της να γυρίσει πίσω.
Λοιπόν στην αδελφή σου μην υψώσεις
το μαύρο σου σπαθί και να το ξέρεις
πως φρόνιμα έχει πράξει. Την Ελένη,
αφού θεούς μας έκαμεν ο Δίας,
θα 'χαμε σώσει από καιρό· όμως στέκουν
άλλοι θεοί κι η Μοίρα πάνωθέ μας
κι έτσι το θέλησαν· αυτά για σένα·
στην αδελφή μας τούτα προφητεύω:
Πήγαινε με τον άντρα σου και πρίμος
αγέρας θα φυσάει· από κοντά σας,
εμείς, τα δυο σου αδέλφια, θα βοηθούμε,
στο κύμα καβαλάρηδες, να φτάσεις
στη Σπάρτη. Κι όταν πια θα τελειώσουν
οι μέρες της ζωής σου και πεθάνεις,
θεά θα ονομαστείς κι απ' τους ανθρώπους,
μαζί με μας, θα δέχεσαι θυσίες
και δώρα, όπως έχει ορίσει ο Δίας.
(Ευρ., Ελένη 1813-1845, μετ. Τ. Ρούσσος)