Η Εκάβη για τον Γανυμήδη
Ώστε ανωφέλευτα,
του Λαομέδοντα γιε,
απαλοπάτητος
απ' τα χρυσά εσύ κερνάς τα κροντήρια το Δία.
Τέτοια τιμή!
Κι όμως η Τροία που σε γέννησε
καίγεται· γύρω οι αχτές της βουίζουν,
λες και πουλιά τα μικρούλια τους κλαιν·
άλλες θρηνούν για τους άντρες τους οι άμοιρες,
άλλες θρηνούν τα παιδιά τους
κι άλλες τις μάνες τους.
Τα γυμναστήρια, που εσύ γυμναζόσουν
κι έτρεχες, τώρα χαθήκαν,
κι όσα λουτρά το κορμί σου
δρόσιζαν πάνε κι εκείνα·
πλάι στον αφέντη σου,
δίπλα στη λάμψη των θρόνων του,
γνοιάζεσ᾽ εσύ το σελάγισμα
της νεανικής σου ομορφιάς· και τη χώρα του Πρίαμου
τώρα κοντάρι την έχει χαλάσει
ελληνικό.
(Ευρ., Τρ. 820-839, μετ. Θ. Σταύρου)