Βίος Ασκληπιού κατά Πίνδαρο

 

Ο Χίρωνας θα ήθελα, το τέκνο της Φιλύρας

-αν πρέπει να πουν τα χείλη μου την ευχή που όλος ο κόσμος λέει-

να ζούσε, του Κρόνου του Ουρανίδη ο πανίσχυρος γόνος

που έχει αποδημήσει,

και να βασίλευε στου Πηλίου τα λαγκάδια το άγριο θεριό

που 'χε για τους θνητούς καρδιά γεμάτη αγάπη.

Αυτός κάποτε ανάθρεψε τον ευγενικό Ασκληπιό,

που 'φερνε απ' τους πόνους ανακούφιση

και δύναμη στο σώμα,

τον ήρωα που γιάτρευε κάθε λογής αρρώστια.

Αυτόν, λοιπόν, η κόρη του Φλεγύα, του άξιου καβαλάρη,

προτού τον φέρει στη ζωή με τη βοήθεια της Ειλείθυιας

που τις μητέρες σκέπει,

από τα χρυσά της Άρτεμης τα βέλη χτυπημένη

από τον κοιτώνα της στου Άδη κατέβη τα παλάτια,

γιατί τέτοιο στάθηκε του Απόλλωνα το σχέδιο·

η οργή των τέκνων του Διός δεν πάει ποτέ χαμένη.

Αυτή τον περιφρόνησε πάνω στην αμυαλιά της

και μ' άλλον άντρα ενώθηκε, κρυφά από τον γονιό της,

αφού πρωτύτερα με τον μακρύμαλλο Φοίβο είχε σμίξει.

Και φέρνοντας στα σπλάχνα της του θεού το αμόλυντο σπέρμα,

δεν εκαρτέρεψε να 'ρθει στο νυφικό τραπέζι

ούτε των υμεναίων την πολύφωνη ιαχή ν' ακούσει

που οι συνομήλικες οι φίλες της παρθένες

προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε.

Αλλά κάποιον που μακριά της ήταν ερωτεύθη-

αυτό το παθαίνουνε πολλοί.

Μες στων ανθρώπων τις γενιές οι πιο ανέμυαλοι είναι

όσοι περιφρονούν τα κοντινά και ρίχνουν τη ματιά τους

στα μακρινά, και μ' ελπίδες κούφιες τ' άπιαστα κυνηγούνε.

Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα.

Ήρθ' ένας ξένος από την Αρκαδία,

κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.

Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνα

την πλούσια σε θυσίες το 'νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,

τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,

στον παντογνώστη νου του·

από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,

μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ' έργα.

Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ' έναν ξένο, τον γιο του Έλατου,

τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή του

που 'βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια

(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτες

ζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη

και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλος

και χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνά

μια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτεί

κι ολόκληρο το δάσος ν' αφανίσει.

Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω

στον ξύλινο σωρό

και λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,

τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μου

με τέτοιο θάνατο φριχτό ν' αφήσω γόνο να χαθεί δικό μου

μαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».

Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,

άρπαξε το παιδί απ' τη νεκρή, δρόμο ανοίγοντας

ανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.

Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγε

και το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθει

να γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.

Κι όσοι έρχονταν κι είχαν πληγές που 'βγαζε το κορμί τους

ή κι απ' αστραφτερό χαλκό τραυματισμένοι

ή από λιθάρι από μακριά ριγμένο

ή με το δέρμα από το θερινό λιοπύρι ρημαγμένο

ή από το ψύχος του χειμώνα, λύτρωνε τον καθένα από τα βάσανά του,

άλλους με ξόρκια μαλακά φροντίζοντάς τους

και σ' άλλους δίνοντας να πιουν πραϋντικά ελιξήρια

ή αλείφοντας με φάρμακα τα μέλη τους ολούθε

κι άλλους με μια τομή τούς έστηνε ορθούς.

Αλλά κι η γνώση ακόμα παρασύρεται από του κέρδους το κυνήγι.

Έτσι κι εκείνον τον ετράβηξε ο γενναίος μισθός,

χρυσάφι που γυαλίζει στην παλάμη,

να φέρει πίσω έναν θνητό απ' τον θάνατο αρπαγμένον.

Τότε ο Κρονίδης σήκωσε το χέρι του ενάντια και στους δύο

κι ακαριαία έκοψε στα στήθια στην πνοή τους,

κι ο φλογισμένος κεραυνός τούς σφράγισε το τέλος.

Ό,τι ταιριάζει στων θνητών τη φύση

πρέπει απ' τους θεούς ν' αποζητούμε,

το τι 'ναι μπρος στα πόδια μας γνωρίζοντας,

τη μοίρα μας ποια είναι μην ξεχνώντας.

Ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή·

ό,τι περνά απ' το χέρι σου εξάντλησέ το.

(Πίνδ. Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ, στ. 1-62, μτφ. Γ. Οικονομίδης)