Ο Ακταίων κυνηγός
«Όλα μας πήγαν σήμερα καλά, συντρόφοι μου, σαΐτες και κοντάρια,
τα δίχτυα, τα δοκάνια, οι παγανιές μουσκέψανε στων αγριμιών το αίμα.
Πρωί-πρωί, χαράματα γλυκά, με τις δροσιές της ρόδινης Αυγούλας
πιάνουμε το μεράκι μας ξανά. Τώρα μεσουρανεί ο Φοίβος ήλιος,
το μεσημέρι λαύρα και φωτιά, πυρώνει και αχνίζει γύρω ο τόπος.
Τέρμα προσώρας τούτη η δουλειά, μαζέψτε τα σφιχτόπλεχτά μας δίχτυα».
(Οβ., Μετ. 3. 148-153, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)