Ύλας και Ηρακλής
Τότε πιάνοντας με τα χέρια τα μπροστινά σχοινιά, μάζεψαν τα πανιά, δένοντάς τα σφιχτά με λουριά, και ρίχνοντας σκάλα στη στεριά, βγήκαν κι αυτοί, γιατί είχαν πεθυμήσει το φαγητό και το πιοτό. Γύρω φαίνονταν οι πλαγιές του Αργάνθου και τα υψώματα με τα βαθιά φαράγγια. Κι ο Ηρακλής έτρεξε αμέσως στις δασωμένες χαράδρες κρατώντας τόξο στις παλάμες και τρίγλωσσα βέλη, για να κυνηγήσει και να φέρει στους εταίρους θηράματα, αγριόχοιρους, ή δαμάλι κερασφόρο ή κι αγριοκάτσικα. Καθώς αυτός αργοπορούσε, ο Ύλας βγήκε απ' το καράβι και τον ακολούθησε κρυφά. Όμως χάθηκε εκεί στα μονοπάτια τα στριφτά και περιπλανώμενος στο δάσος, έφθασε στο άντρο των Λειμακίδων νυμφών. Κι εκείνες, καθώς είδαν να έρχεται αυτός ο νέος παρθένος, τον κράτησαν για να μένει αθάνατος μαζί τους κι αγέραστος να ζει για πάντα. Σύντομα τα άτια τα γρήγορα του Ηλίου έφεραν κιόλας την Ηώ στη μέση της κι ο γρήγορος βουνίσιος άνεμος έπνεε και φούσκωνε τα λευκά πανιά. Φώναξε τότε ο Τίφυς να μπουν γρήγορα στο πλοίο και να λύσουν απ' τον όρμο τα χοντρά σχοινιά, κι εκείνοι πρόθυμα υπάκουαν στις εντολές του κυβερνήτη. Ο Ειλατίδης τότε, ο Πολύφημος, ανέβηκε γοργά στου βουνού την κορυφή για χάρη του Ηρακλή, καλώντας τον να γυρίσει ευθύς στο πλοίο. Μα δεν τον βρήκε […] (Ορφικά Αργοναυτικά 634-657)