Η Αθηνά επισκέφτεται τη Ζήλια και η Ζήλια την Άγραυλο

 

Πήρε τη στράτα κι έφτασε ως εκεί η Αθηνά, παρθένα κι αντρειωμένη·

δε μπήκε (στους ολύμπιους η είσοδος είναι απαγορευμένη),

σήκωσε το κοντάρι μοναχά και κρούοντας τη θύρα με τη μύτη

ανοίξαν τα θυρόφυλλα μεμιάς - η Ζήλια ήταν μόνη της στο σπίτι.

Έτρωγε σάρκες όχεντρας, φαΐ κατάλληλο για φθόνους και γινάτια,

και με το που την είδε η Αθηνά απέστρεψε τα γαλανά της μάτια.

Εκείνη ανασηκώθηκε, νωθρά, το φίδι χάμω μισοφαγωμένο,

και σύρθηκε ως την πόρτα μισερή, το βήμα της βραδύ, βαριεστημένο.

Πάνοπλη και ωραία η Αθηνά ορθώνονταν κατάντικρύ της, φάτσα -

την είδε και στενάζοντας βαριά έκανε από ζήλια μια γκριμάτσα.

Η όψη της χλομή, σαν το πανί, και το κορμί της το 'τρωγε σαράκι,

τα στήθια της ανάβλυζαν χολή και έσταζε η γλώσσα της φαρμάκι·

το βλέμμα της αλλήθωρο, λοξό, τα δόντια μες στο στόμα της σαπίλα,

ποτέ της δε γελάει παρεχτός όταν οι άλλοι πάθουν κάποια νίλα.

Ύπνος γλυκός δε ξέρει τι θα πει, και μοχθηρή ποτέ δε κλείνει μάτι,

δε θέλει κανενός την προκοπή, και από φθόνο πάντοτε γεμάτη

λειώνει όταν ο άλλος πάει μπροστά, κάνει κακό και σκάει απ' το κακό της,

τυράννια για τους άλλους και μαζί τον ίδιο τυραννάει τον εαυτό της.

[…]

[η Ζήλια] πήρε μετά στο χέρι το ραβδί που έζωναν τους κόμπους του

αγκάθια

και κίνησε, φιγούρα σκοτεινή, πνιγμένη σε κατάμαυρη αντάρα.

Στο διάβα της ολούθε χαλασμός· τσαλαπατεί τα λουλούδια στους κάμπους,

μαραίνει τα χορτάρια, τις κορφές των δέντρων τσουρουφλίζει σαν το λίβα,

η ανάσα της μολεύει τους θνητούς, ολάκερους λαούς και πολιτείες.

[…]

[…] στης Άγλαυρος την κάμαρα γλιστρώντας

το χέρι της, βαμμένο με χολή, απίθωσε στης κοπελιάς τον κόρφο,

της γιόμισε με αγκάθια την καρδιά, τα σωθικά να της σουβλίζει ο φθόνος,

το χνότο της, σα μαύρο τοξικό, το πέρασε στην Άγλαυρο φυσώντας

και φύτεψε τη λοίμωξη βαθιά στο αίμα, στα πνευμόνια, στο μεδούλι.

(Οβ., Μετ. 2 765-782, 789-793, 797-801, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)