Το Τροφώνιο στα Βοιωτικά του Παυσανία
Τα διασημότερα πράγματα στο άλσος [στη Λιβαδειά της Βοιωτίας] είναι ένας ναός και ένα άγαλμα του Τροφώνιου. Το άγαλμα, που φτιάχτηκε από τον Πραξιτέλη, έχει τη μορφή του Ασκληπιού […] Αν προχωρήσει κανείς προς τα πάνω, προς το μαντείο, και από εκεί στο βουνό, θα φθάσει σε αυτό που ονομάζεται το Κυνήγι της Κόρης […] Αυτά που συμβαίνουν στο μαντείο είναι τα ακόλουθα. Σαν θελήσει κάποιος να κατεβεί στο μαντείο του Τροφώνιου, εγκαθίσταται πρώτα σε ένα ορισμένο κτίριο για ορισμένες μέρες, αφιερώνοντας έτσι τον εαυτό του στον Αγαθοδαίμονα και την Τύχη. Όσο μένει εκεί, ανάμεσα στους άλλους κανονισμούς για αγνότητα απέχει από τα ζεστά λουτρά, λουόμενος μόνο στον ποταμό Έρκυνα. Κρέας έχει άφθονο από τις θυσίες, γιατί εκείνος που κατεβαίνει, θυσιάζει στον ίδιο τον Τροφώνιο και στα παιδιά του, στον Απόλλωνα επίσης και τον Κρόνο, στον Δία τον Βασιλέα, στην Ηνίοχο Ήρα και τη Δήμητρα, την οποία αποκαλούν Ευρώπη και λένε ότι ήταν τροφός του Τροφώνιου. Σε κάθε θυσία είναι παρών ένας μάντης, που κοιτάζει τα εντόσθια του σφάγιου και μετά την επιθεώρησή του προφητεύει σ' εκείνον που θέλει να κατέβει αν θα τύχει ευγενικής και γενναιόδωρης υποδοχής. Τα εντόσθια των άλλων σφάγιων δε δείχνουν τόσο την πρόθεση του Τροφώνιου, όσο εκείνα του κριού, το οποίο θυσιάζει ο αναζητητής του χρησμού σε ένα λάκκο τη νύχτα που κατεβαίνει, επικαλούμενος τον Αγαμήδη. Ακόμη κι αν ήταν ευνοϊκές οι προγενέστερες θυσίες, δε λαμβάνονται υπόψη, εκτός και αν τα εντόσθια του κριού δείχνουν τα ίδια. Αλλά αν συμφωνούν, τότε ο αναζητητής κατεβαίνει με ελπίδα καλή. Η διαδικασία της κατάβασης έχει ως εξής. Πρώτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας τον οδηγούν στον ποταμό Έρκυνα δύο αγόρια πολιτών περίπου 13 ετών, που ονομάζονται Ερμαί. Πηγαίνοντάς τον εκεί τον αλείφουν με λάδι και τον λούζουν […] Μετά από αυτό τον παραλαμβάνουν οι ιερείς και τον οδηγούν, όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά στις πηγές του νερού πολύ κοντά η μία στην άλλη. Εδώ πρέπει να πιει νερό, το αποκαλούμενο ύδωρ της Λήθης, έτσι ώστε να ξεχάσει όσα σκεπτόταν ως τότε, και κατόπιν πίνει ένα άλλο νερό, το ύδωρ της Μνημοσύνης, που τον βοηθά να θυμηθεί αυτά που βλέπει κατά την κάθοδό του. Κατόπιν βλέπει το άγαλμα που λένε ότι έγινε από τον Δαίδαλο (οι ιερείς δεν το δείχνουν παρά μόνον σε εκείνον που πρόκειται να επισκεφθεί τον Τροφώνιο). Αφού το δει, το λατρέψει και προσευχηθεί, προχωρά στο μαντείο […] Μετά την άνοδό του από τον Τροφώνιο ο αναζητητής οδηγείται από τους ιερείς σε ένα κάθισμα, που ονομάζεται κάθισμα της Μνημοσύνης, όχι πολύ μακριά από το ιερό, όπου οι ιερείς τον ρωτούν όλα όσα είδε ή έμαθε. Αφού πάρουν τις πληροφορίες, τον εμπιστεύονται στους συγγενείς του. Τον σηκώνουν, παραλυμένο από τον τρόμο και ασυνείδητο, τόσο σε σχέση με τον εαυτό του όσο και σε σχέση με το περιβάλλον και τον μεταφέρουν στο πρότερο κατάλυμά του με την Τύχη και τον Αγαθοδαίμονα. Κατόπιν, όμως, θα αναλάβει τις δυνάμεις του και θα επιστρέψει σ' αυτόν η δύναμη του γέλιου. Αυτά που γράφω δεν τα άκουσα μόνον. Επισκέφθηκα ο ίδιος το Τροφώνιο και είδα άλλους αναζητητές. Εκείνοι που κατέβηκαν στο ιερό του Τροφώνιου είναι υποχρεωμένοι να αφιερώσουν μια πινακίδα, πάνω στην οποία είναι γραμμένα όλα όσα άκουσαν ή είδαν… (Παυσανίας 9.39.3, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)