Πολυδάμαντας και Έκτορας
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ΄ τον λαιμόν˙ κι εκείνος απ΄ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ΄ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ΄ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ΄ άρματ΄ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ΄ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ΄ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ΄ τα πλοία,
ότι θ΄ αφήσομεν αυτού πολλούς απ΄ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ΄ άγριον βλέμμ΄ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ΄ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ΄ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ΄ οι θεοί σ΄ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ΄ η καρδιά σου είν΄ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ΄ αν από τον πόλεμον θ΄ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν΄ απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.»
(Ιλ., Μ 199-280, μετ. Ι. Πολυλάς)