Ο Οδυσσέας στον Άδη
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,
μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
Εκεί ήρθαμε κι αράξαμε, και παίρνοντας μαζί μας
τ' αρνιά, τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμα,
ωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος που 'πε η Κίρκη.
Ο Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσαν,
Τράβηξα τότε απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου
κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.
Κι έταζα στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες
στέρφα δαμάλα, όταν βρεθώ στο Θιάκι, να τους σφάξω,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσω,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξω, το καλύτερο που θα ᾽χω στο κοπάδι.
Κι αφού στα πλήθη των νεκρών με τάματα κι ευχές μου
δεήθηκα, πήρα τ' αρνιά και τα ᾽σφαξα στο λάκκο
και πότισε το αίμα τους τη γη· κι απ' το σκοτάδι
των πεθαμένων οι ψυχές συνάχτηκαν σε λίγο,
κορίτσια, αγόρια λεύτερα, βασανισμένοι γέροι,
παρθένες απαλόκορμες με νιόθωρη τη λύπη,
κι άλλοι που με τα χάλκινά τους χτύπησαν κοντάρια,
με τ' άρματα αιματόβρεχτα και πολεμοσφαγμένοι.
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε, άλλοι απ' αλλού χιλιάδες,
μ' αλαλαγμούς ανείπωτους που κέρωσα απ' το φόβο.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
τ' αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Έπειτα βγάζω απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου,
και κάθισα, μήδ' άφηνα καθόλου να ζυγώσουν
κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες,
προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία.
(Οδ. λ 11-50, μετ. Ζ. Σίδερης)