Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα και τα νεκυιομαντεία
Γνωστά και παραδεδομένα στους ακροατές σχήματα και θέματα από τη θρησκεία και την τελετουργία φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ο Πλάτων και στην αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία 514a-520e). Επισημαίνουμε ορισμένα στοιχεία στην αφήγηση:
1. Η όλη ιστορία εκτυλίσσεται σε σπήλαιο («εν καταγείωι οικήσει σπηλαιώδει», 514a), σε ένα άνοιγμα της γης, όπως και με την περίπτωση του Γύγη, έναν τόπο επικοινωνίας των δύο κόσμων, του πάνω και του κάτω, έναν οριακό τόπο.
2. Η ανάβαση από το σπήλαιο στον έξω κόσμο γίνεται από έναν κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο. Τον ίδιο δρόμο, προς τα κάτω αυτή τη φορά, θα ακολουθήσει αυτός που θα θελήσει να επιστρέψει στο σπήλαιο, για να κάνει κοινωνούς της αλήθειας τους άλλους δεσμώτες (516a).
3. Η ανάβαση γίνεται με τη βοήθεια κάποιου (516a).
4. Ό,τι έβλεπαν οι δεσμώτες ήταν οι σκιές των αληθινών όντων (515c-d).
5. Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν «κατασκευές» σαν των θαυματοποιών απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» (514b-515a).
6. Η ανάβαση στον επάνω κόσμο είναι ένα πνευματικό ταξίδι από τον κόσμο των φαινομένων στον πραγματικό κόσμο των ιδεών (515d).
Πόσο οικεία ήταν αυτά στον Αθηναίο πολίτη; Η γνώμη μας είναι ότι η τοπογραφία και τα διαδραματιζόμενα μέσα στο σπήλαιο ανακαλούσαν στη μνήμη την τοπογραφία του Άδη, τελετουργικά που διαδραματίζονταν σε σπήλαια, πολύ γνωστούς μύθους σχετικούς με καταβάσεις στον κάτω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα:
1. Έξι, τουλάχιστον, καταβάσεις ζωντανών στον κάτω κόσμο ήταν γνωστές στους Αθηναίους από τη μυθολογία: του Θησέα και του Πειρίθου, του Ηρακλή, του Ορφέα, της Άλκηστης (η ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη παραστάθηκε μάλλον το 438), του Διόνυσου που κατεβαίνει στον Άδη και αναγάγει τη μητέρα του Σεμέλη, του Διόνυσου με τον Ξανθία στους Βατράχους του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 405 π.Χ. (θυμίζουμε ότι η συγγραφή της Πολιτείας θα πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ.). Η κάθοδος περιγράφεται ως δύσκολο εγχείρημα και ο τόπος ως σκοτεινός και πολλές φορές βρομερός (Βάτραχοι, 273). Οι νεκροί περιγράφονται ως σκιές· όταν, για παράδειγμα, ο Ηρακλής ετοιμάζεται να επιτεθεί στη Γόργη, την αδελφή του Μελέαγρου, σαν να ήταν ζωντανή, ο Ερμής τον συγκρατεί λέγοντάς του ότι οι μορφές ήταν μόνο σκιές· η Ευρυδίκη πάλι θα διατηρούσε «τα απόκοσμα και φοβερά γνωρίσματα των υπάρξεων του κάτω κόσμου, ώσπου να την περιβάλει το φως του ήλιου»1. Και ακόμη: οι ζωντανοί συνοδεύουν τους νεκρούς στην πορεία τους προς τον επάνω κόσμο -ο Ηρακλής τον Θησέα και την Άλκηστη, ο Ορφέας την Ευρυδίκη, ο Διόνυσος τη Σεμέλη, ο Διόνυσος τον Αισχύλο· αντίστοιχα, όσοι απέκτησαν συνείδηση της αλήθειας θα οδηγήσουν τους δεσμώτες του σπηλαίου στο φως του ήλιου. Τέλος, ο Κέρβερος, ασυνήθιστος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε από τη λάμψη του και έβγαλε από το στόμα του χολή· το ίδιο θαμπώνονται και οι δεσμώτες, τόσο που επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω, θεωρώντας όσα βλέπουν ως μη αληθινά.
2. Η ομηρική παράδοση, άλλα κείμενα της αρχαίας γραμματείας και τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στην υπόθεση πως ό,τι περιγράφεται στην αλληγορία του σπηλαίου είναι ένα νεκυιομαντείο· ότι η πορεία προς τα πάνω, προς τον κόσμο της αλήθειας, είναι η αντιστροφή της πορείας του πιστού, ύστερα από ειδική προετοιμασία με τη βοήθεια των ιερέων, από τον κόσμο των ζωντανών προς τον κόσμο των νεκρών και από τον κόσμο του φωτός στον κόσμο του σκότους, όπου κανείς εναγκαλίζεται από τις δυνάμεις του σκότους.
Γνωστά νεκυιομαντεία στην αρχαιότητα ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, η σπηλιά του οποίου θεωρούνταν «κατάβαση» στον Άδη, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα (Οδ. κ 500 κ.ε.)· Ηρ. 5, 92· Παυσ. 1, 17, 5· 9, 30, 6· Λουκ., Μένιππος 7 κ.ε.).
Ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης, λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει την περιοχή με τους Ἁΐδάου δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεγονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, 14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
Η κατατοπιστικότατη περιγραφή του χώρου από τον ανασκαφέα μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Πλάτωνας θα πρέπει να είχε ως σημείο αναφοράς τα δρώμενα στο συγκεκριμένο νεκυιομαντείο, στο σημείο όπου ο Πυριφλεγέθων (Βουβός) και ο Κωκυτός (Μαύρος), που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, «εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»2: «Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. […] Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. […] Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο […]. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες […] Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»3
Ποια είναι τα κοινά σημεία με την πλατωνική αφήγηση;
1. Οι δεσμώτες θυμίζουν τις ψυχές των νεκρών που ήταν όμοιες με σκιές, «είδωλα καμόντων», από τις οποίες έλειπε η συνείδηση.
2. Κατοικούν σ' ένα σπήλαιο, όπως οι θεοί του κάτω κόσμου κατοικούσαν σε υπόγεια αίθουσα.
3. Η ανάβαση θα γίνει με τη βοήθεια κάποιου, προφανώς του επαΐοντα-φιλοσόφου, όπως επαΐων στον τομέα του ήταν και ο ιερέας που οδηγούσε τον πιστό στον λαβύρινθο.
4. Δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου και πιστοί του νεκυιομαντείου βλέπουν σκιές, είδωλα, και ακούν ήχους που προέρχονται από αυτά. Πιο συγκεκριμένα:
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων. Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».4
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»5
Χωρίς να ξεχνούμε ότι η περιγραφή αυτή αφορά στον 3ο αι. π.Χ., εντυπωσιάζουν οι ομοιότητες με τη λιτότατη αναφορά του Πλάτωνα σε «κατασκευές» μέσα στο σπήλαιο σαν των θαυματοποιών, απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» και από τη λίγο εκτενέστερη περιγραφή τους; «Όρα τοίνυν παρά τούτο το τειχίον φέροντας ανθρώπους σκεύη τε παντοδαπά υπερέχοντα του τειχίου και ανδριάντας και άλλα ζώια λίθινά τε και ξύλινα και παντοία ειργασμένα, οίον εικός τους μεν φθεγγομένους, τους δε σιγώντας των παραφερόντων.» (515a). Και λίγο παρακάτω: «Τι δ' ει και ηχώ το δεσμωτήριον εκ του καταντικρύ έχοι; Οπότε τις των παριόντων φθέγξαιτο, οίει αν άλλο τι αυτούς ηγείσθαι το φθεγγόμενον ή την παριούσαν σκιάν.» (515b).
5. Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο. Ο Πλάτων έχει εμπειρία της δυσκολίας από τον δάσκαλό του Σωκράτη.
Για τον Πλάτωνα το σπήλαιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των αισθήσεων που εξαπατούν. Οι ενοικούντες σε αυτό μοιάζουν με τις ψυχές των νεκρών που είναι όμοιες με σκιές, είδωλα καμόντων, με υπεράνθρωπες ιδιότητες χωρίς όμως συνείδηση. Αντίθετα, ο κόσμος ο φωτισμένος από τον ήλιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ιδεών, την αλήθεια που προσεγγίζεται με τη λογική και όχι με τα τεχνάσματα. Είναι δηλαδή η ακριβώς αντίθετη κατάσταση από αυτή που περιγράφει ο Στράβων για το νεκυιομαντείο της Κύμης (5,4,5): «Είναι δε τοις περί το χρηστήριον έθος πάτριον, μηδένα τον ήλιον οράν, αλλά της νυκτός έξω πορεύεσθαι των χασμάτων· και διά τούτο τον ποιητήν περί αυτών ειπείν, ως άρα ουδέ ποτ' αυτούς / Ηέλιος φαέθων επιδέρκεται· ύστερον δε διαφθαρήναι τους ανθρώπους υπό βασιλέως τινός, ουκ αποβάντος αυτώ του χρησμού, το δε μαντείον έτι συμμένειν, μεθεστηκός εις έτερον τόπον». Αν εμείς αλλάζαμε λίγο της φράση του Σράβωνα λέγοντας ύστερον δε «διαφθαρήναι» τους ανθρώπους υπό βασιλέως φιλοσόφου, χρησιμοποιώντας το «διαφθαρήναι» κατ' ευφημισμόν και εννοώντας τον φωτισμό των ανθρώπων, την απομάκρυνσή τους από τον κόσμο των σκιών και των αισθήσεων και την είσοδό τους στον κόσμο του φωτός και των ιδεών, δεν θα βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλατωνική φιλοσοφία;
Σημειώσεις
1. Ι. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία. Οι Ήρωες (τ. 3). Εκδοτική Αθηνών, 1986, σ. 294.
2. Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», στο Ιλιάδα και Οδύσσεια: Μύθος και Ιστορία (Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 9-15 Σεπτεμβρίου 1984), Ιθάκη 1986, σ. 141-170, εδώ σ. 152
3. Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1993, σ. 16-19. Η κάτοψη και οι τομές του χώρου στη σ. 15, εικ. 5.
4. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», σ. 159.
5. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα, σ. 21-22.