Ο Αινείας αφηγείται τον θάνατο του Λαοκόωντα
Ο Λαοκόων, κληρωμένος ιερέας του Ποσειδώνα, ταύρο πελώριο στους συνηθισμένους θυσίαζε βωμούς. Και τότε να, από την Τένεδο και από την ήρεμη θάλασσα -ανατριχιάζω σαν το θυμάμαι- δυο φίδια μ' ατέλειωτους κύκλους πέφτουν στο πέλαγο και μαζί για την αχτή τραβάνε· τα στήθια τους ανάμεσα στα κύματα όρθια και τα λοφία τους καταματωμένα ξεχώριζαν από τα κύματα· το άλλο τους κορμί μαζεύει πίσω τη θάλασσα κι ανασηκώνει με κουλουριάσματα τ' αμέτρητα νώτα. Ακούγεται σφύριγμα, καθώς αφρίζει η θάλασσα: και φτάνουν πια στη στεριά με τ' αναμμένα μάτια τους θαμπωμένα από το αίμα κι όλο φωτιά γλείφουνε τα σφυριχτά στόματα με τις τρέμουλες γλώσσες. Σκορπίζουμε κατάχλωμοι από το θάμα. Κείνα με σταθερή πορεία πάνω στον Λαοκόωντα τραβούν· και πρώτα στα μικρά των δυο παιδιών του κορμιά το καθένα κουλουριάζεται φίδι και δαγκώνοντας κατατρώει τ' άθλια μέλη· ύστερα τον ίδιον το Λαοκόωντα, ενώ έτρεχε για βοήθεια και κρατούσε σαΐτες, τον αρπάζουν και τον ζώνουν με πελώριες κουλούρες· κι αφού στη μέση του διπλοτύχτηκαν, δυο φορές γύρω απ' το λαιμό του τα λεπιδωτά τους νώτα περνούν και σηκώνουν το κεφάλι τους και τους ψηλούς τραχήλους. Κείνος και με τα χέρια του αγωνίζεται το δέσιμο να σπάσει, αλειμμένος στις ταινίες με αίμα και δηλητήριο μαύρο, και ξεφωνητά φριχτά ίσαμε τ' αστέρια σηκώνει, τέτοια μουγκρητά, σαν τον ταύρο που φεύγει λαβωμένος απ' το βωμό και πετάει μακριά απ' το σβέρκο του το τσεκούρι που δεν τον κόλλησε γερά. Οι δυο δρακόντοι γλιστρώντας κινούν για τον ψηλό ναό, τρέχουν στην ακρόπολη της άγριας Τριτωνίδας και κρύβουνται κάτω από τα πόδια της θεάς και τον κύκλο της ασπίδας της. Τότε στ' αλήθεια τα τρομαγμένα στήθια όλων μας καινούρια περνάει τρομάρα, και λέμε πως ο Λαοκόωντας άξια το έγκλημά του πλήρωσε, γιατί πρόσβαλε το ιερό αφιέρωμα και κάρφωσε στο πλευρό το μολεμένο κοντάρι. Μ' ένα στόμα κραυγάζουμε ότι πρέπει ναν το οδηγήσουμε το άγαλμα του ίππου στο ναό της θεάς και να της κάνουμε παρακλήσεις. (Βιργ., Αιν. 2. 200 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)