Ο Κάλχας ερμηνεύει τον οιωνό των δύο αετών
οι βασιλείς των οιωνών [=αετοί του Δία] εμφανίστηκαν στους βασιλείς
των πλοίων, ο ένας μελανός, ο άλλος με πάλλευκη
ουρά, δίπλα στα ανάκτορα προς την δεξιά
πλευρά, σε περίβλεπτον βράχο,
και κατασπάραξαν πολύτοκη
ετοιμόγεννη λαγίνα [=Τροία]
κόβοντας
τον ύστατο δρόμο της.
Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
Και ο σοφός μάντης του στρατού,
όταν είδε τους δύο
λαγοφάγους, κατάλαβε πως ήσαν
οι πολεμοχαρείς Ατρείδες
και αρχηγοί της εκστρατείας και είπε
τον χρησμό: «Μετά από χρόνια
αυτός ο στρατός θα πάρει
την πόλη του Πριάμου, και όλα τα πλούτη,
πολυπληθή και πλεονάζοντα, των πύργων
θ' αρπάξει με την βία
η Μοίρα· μόνο μη ρίξει
στο σκότος και χτυπήσει
φθόνος θεών πρόωρα
τον μεγάλο χαλινό
από στρατιώτες γύρω
από την Τροία· γιατί η αγνή
Άρτεμις εχθρεύεται από οίκτο
τα φτερωτά σκυλιά [=αετοί] του πατέρα της
όταν, πριν γεννήσει,
θυσιάζουν,
μαζί με τα έμβρυα, δύστυχη
λαγίνα· μισεί τα δείπνα
των αετών».
Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
«Εσύ η Καλή, η τόσο
ευμενής στα τρυφερά
νεογνά των ισχυρών
λεόντων και η τερπνή
στα βυζανιάρικα μωρά
θηρίων όλων των αγρών,
κάνε
να εκπληρωθούν αυτοί
οι οιωνοί, θετικοί
αλλά δυσάρεστοι
οιωνοί των πουλιών·
και καλώ βοηθό
τον Παιάνα, μήπως η θεά στείλει
στους Δαναούς τους αντίθετους ανέμους
κι έτσι χρονίσουν αταξίδευτα τα πλοία,
ζητώντας άλλη θυσία άνομη, ανεκτέλεστη,
αρχιτέκτονα οικογενειακών ερίδων,
άφοβη σε άνδρα·
γιατί παραμένει φοβερή
παλίνδρομος δόλια οικονόμος
η Μήνις, μνήμων εκδίκηση
για το παιδί». Τέτοια
πεπρωμένα εξήγγειλε ο Κάλχας
μαζί με μεγάλα οφέλη
για τα ανάκτορα
απ' το πέταγμα των πουλιών·
και σύμφωνα μ' αυτά
πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
[…]
[…] ο μέγας ηγεμών
των αχαϊκών πλοίων
δεν έψεξε κανέναν μάντη,
ενέδωσε στην τύχη που τον έπληξε,
ενώ, από την άπλοια που άδειαζε
τα σώματα, έπληττε ο αχαϊκός λαός
αντίκρυ στη Χαλκίδα,
στα βουερά παράλια της Αυλίδος·
φυσούν απ' τον Στρυμόνα άνεμοι
και φέρνουν απραξία κι ασιτία, κλείνουν
τα λιμάνια, κάνουν τους ανθρώπους
να σέρνονται, πλοία και παλαμάρια
να σαπίζουν, επιμηκύνοντας τον χρόνο
στο άπειρο και ξεραίνουν με την αναβολή
το άνθος των Αργείων·
(Αισχύλος, Αγαμέμνων 112-159, 185-197, μετ. Δ. Δημητριάδης)