Ο Οδυσσέας για τον Κάλχα
Λάβετε, ω φίλ', υπομονήν και καρτερείτε ολίγο
να ιδούμ' εάν του Κάλχαντος τα ρήματ' αληθεύσουν.
Είναι στον νουν μας ζωντανά και μάρτυρες είσθ΄ όλοι
όσους δεν πήρε ο θάνατος, οπόταν στην Αυλίδα -
χθες ή προχθές μου φαίνεται - συνάζονταν τα πλοία
των Αχαιών καταστροφήν να φέρουν εις τους Τρώας·
κι εμείς στους ιερούς βωμούς, όπου μια βρύση εκύλα
κάτω απ΄ ωραίον πλάτανον τα όμορφα νερά της,
των αθανάτων καίαμεν εξαίσιες εκατόμβες·
μέγα σημάδι εφάνη εκεί, μαύρος σαν αίμα δράκος,
τέρας που έβγαλε στο φως ο ίδιος ο Κρονίδης,
από το βάθος του βωμού στον πλάτανον εχύθη.
Εκεί φωλιάζαν σπούργιτες, αφτέρωτα πουλάκια
εις το υψηλότατο κλαδί κρυμμένα μες στα φύλλα
οκτώ, κι ενάτ' η μάνα τους που τα 'χε γεννημένα.
Τα 'τρωγε αυτός που έτριζαν ελεεινά και γύρω
πετούσε η μάνα κλαίοντας τα τέκνα της κι ο δράκος
στράφη, ετινάχθη κι έπιασεν απ΄ το φτερό κι εκείνην·
και αφού τα τέκνα όλα 'φαγε και ακόμη την μητέρα,
θαύμα τον έστησε ο θεός οπού τον είχε δείξει·
εκεί τον πέτρωσ' ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου·
κι εμείς όλοι απορούσαμε σ΄ αυτό που εγίνη εμπρός μας·
κι ως ήλθαν ξάφνου ανάμεσα στες θείες εκατόμβες
τέρατα τόσα φοβερά, τον λόγον πήρε ο Κάλχας:
«Πώς όλοι στέκεσθ' άφωνοι; Το μέγ' αυτό σημείον
ο Ζευς μας το 'δειξε ο σοφός, κι ό,τι δηλεί θα γίνει
με τους καιρούς, αλλ' ένδοξο θα μείνει στον αιώνα·
καθώς τα τέκνα όλά 'φαγε και την μητέρα εκείνος,
οκτώ, κι ενάτη ήταν αυτή που τα ΄χε γεννημένα,
κι εμείς θα πολεμήσομεν αυτού χρόνους εννέα,
και η πόλις η πλατύδρομη στον δέκατον θα πέσει».
Αυτά μας έλεγε και ιδού που τώρα γίνοντ' όλα.
(Όμ., Ιλ. Β 299-330, μετ. Ι. Πολυλάς)