Η Μήδεια στην Ιωλκό. Ο θάνατος/φόνος του Πελία
50. Κι ενώ η επιστροφή των παλικαριών δεν είχε ακόμη γίνει γνωστή στη Θεσσαλία, κυκλοφόρησε, λένε, η φήμη πως όλοι όσοι εκστράτευσαν μαζί με τον Ιάσονα στα μέρη του Πόντου χάθηκαν. Έτσι ο Πελίας, πιστεύοντας πως βρήκε την ευκαιρία να ξεμπερδέψει με τους διεκδικητές του θρόνου τους σκότωσε όλους ανεξαιρέτως· τον πατέρα του Ιάσονα τον ανάγκασε να πιει αίμα ταύρου, ενώ τον αδελφό του, τον Πρόμαχο, που ήταν παιδί ακόμη στην ηλικία, τον σκότωσε. Η Αμφινόμη, όμως, η μητέρα του, όταν επρόκειτο να σκοτωθεί, έκανε, λένε, πράξη ανδρεία και αξιομνημόνευτη· γιατί κατέφυγε στην εστία του βασιλιά και, αφού τον καταράστηκε να πάθει ό,τι του άξιζε για την ασέβειά του, κάρφωσε στο στήθος της ξίφος και πέθανε ηρωικά. Όσο για τον Πελία, που σκότωσε μ' αυτό τον τρόπο όλους τους συγγενείς του Ιάσονα, σύντομα έλαβε την τιμωρία που ταίριαζε στις ασεβείς του πράξεις. Γιατί ο Ιάσονας που κατέπλευσε νύχτα στη Θεσσαλία, σ' έναν όρμο όχι μακριά από την Ιωλκό, αλλά που δεν φαινόταν από την πόλη, έμαθε από κάποιον χωρικό τις συμφορές που βρήκαν τους συγγενείς του. Όλα τα παλικάρια ήταν έτοιμα να βοηθήσουν τον Ιάσονα και να αναλάβουν κάθε κίνδυνο, αλλά διαφώνησαν ως προς τον τρόπο που θα έκαναν την επίθεση γιατί οι μεν τον συμβούλεψαν να ξεκινήσουν αμέσως για την πόλη και να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στον βασιλιά, ενώ οι άλλοι αποφάσισαν πως έπρεπε να μαζέψει καθένας στρατό από την πατρίδα του και να κηρύξουν γενικό πόλεμο, διότι ήταν αδύνατο πενήντα τρεις άντρες να τα βάλλουν μ' έναν βασιλιά που διέθετε στρατό και πόλεις αξιόλογες. Είχαν περιπέσει σε τέτοια απορία περί του πρακτέου, που η Μήδεια ανακοίνωσε πως θα σκοτώσει μόνη της τον βασιλιά με δόλο και θα παραδώσει το παλάτι στα παλικάρια χωρίς να κινδυνεύσουν. Όλοι ξαφνιάστηκαν από τα λόγια της και ζήτησαν να μάθουν τον τρόπο που θα εκτελούσε το σχέδιό της, κι εκείνη τους είπε ότι φέρνει μαζί της πολλές και απίστευτες ιδιότητες φαρμάκων που είχαν βρει η μητέρα της η Εκάτη και η αδελφή της η Κίρκη και πως αυτές ποτέ πριν δεν τις είχε χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει ανθρώπους, αλλά τώρα με τη βοήθειά τους εύκολα θα έπαιρνε εκδίκηση από εκείνους που άξιζαν την τιμωρία. Στη συνέχεια, αφού αποκάλυψε στα παλικάρια από τα πριν τις λεπτομέρειες της επίθεσής της, τους υποσχέθηκε πως θα έδινε σήμα, αν ήταν ημέρα, με καπνό, κι αν ήταν νύχτα, με φωτιά, προς την κατεύθυνση της σκοπιάς που βρισκόταν πάνω απ' τη θάλασσα.
51. Αφού κατασκεύασε ένα κούφιο άγαλμα της Άρτεμης, έκρυψε μέσα του κάθε λογής φάρμακα, ενώ η ίδια με κάποιες ισχυρές αλοιφές έβαψε τα μαλλιά της λευκά και γέμισε το πρόσωπο και το σώμα της με ρυτίδες, ώστε όποιος την έβλεπε τη θεωρούσε εντελώς γριά· τέλος, πήρε στα χέρια της το άγαλμα της θεάς, διασκευασμένο έτσι που να προκαλεί τον τρόμο και τον φόβο των θεών στα πλήθη, και μπήκε στην πόλη με το ξημέρωμα. Παριστάνοντας πως έχει καταληφθεί από τη θεά και καθώς το πλήθος απ' τους δρόμους συνέρρεε προς το μέρος της, εκείνη παράγγελνε σε όλους να δεχτούν τη θεά με ευσέβεια, γιατί η θεά είχε έρθει από τους Υπερβορείους για να φέρει καλοτυχία στην πόλη και στον βασιλιά. Καθώς οι πάντες προσκυνούσαν και τιμούσαν τη θεά με θυσίες και γενικά ολόκληρη η πόλη είχε καταληφθεί από θρησκευτικό πυρετό, μπήκε η Μήδεια στο παλάτι κι έριξε τον Πελία σε τέτοια κατάσταση δεισιδαιμονίας και προκάλεσε στις κόρες του, με τα μαγικά της κόλπα, τόση κατάπληξη, που πίστεψαν πως όντως εμφανίστηκε η θεά για να φέρει την ευδαιμονία στον οίκο του βασιλιά. Διότι δήλωνε πως η Άρτεμη καβάλα σε δράκοντες πέταξε πάνω από πολλά μέρη της οικουμένης και πως επέλεξε τον ευσεβέστερο όλων των βασιλέων για να εγκατασταθεί και να της αποδίδονται αιώνιες τιμές, και πως η θεά την είχε προστάξει να αφαιρέσει το γήρας του Πελία με κάποιες δυνάμεις και να τον κάνει εντελώς νέο στο σώμα και να του δωρίσει πολλά άλλα με σκοπό να γίνει η ζωή του μακάρια και αρεστή στους θεούς. Έκπληκτος ο βασιλιάς από τα παράδοξα λόγια, διέταξε τη Μήδεια να του τα αποδείξει επί τόπου πάνω στο δικό της σώμα. Είπε, λοιπόν, σε μια θυγατέρα του Πελία να της φέρει καθαρό νερό, εκείνη εκτέλεσε αμέσως την εντολή της, και λένε πως κλείστηκε σ' ένα μικρό δωμάτιο, όπου πλένοντας ολόκληρο το σώμα της το καθάρισε από τις επιδράσεις των φαρμάκων. Όταν αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη κατάσταση κι εμφανίστηκε στον βασιλιά, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη σ' όσους την είδαν, που πίστεψαν πως από κάποια θεία πρόνοια μεταλλάχτηκαν τα γηρατειά σε νεότητα κόρης και ομορφιά περίβλεπτη. Με κάποια φάρμακα, επίσης, έκανε να φανούν και οι εικόνες των δρακόντων, πάνω στους οποίους δήλωσε πως ήρθε η θεά πετώντας από τους Υπερβορείους για να φιλοξενηθεί από τον Πελία. Καθώς οι ενέργειες της Μήδειας φάνηκαν να ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και ο βασιλιάς θεώρησε πως έπρεπε να την αποδεχτεί πλήρως και να πιστέψει ως αληθινά όλα όσα έλεγε, λένε πως κάποια στιγμή που τον συνάντησε μόνο του παρακάλεσε τον Πελία να δώσει εντολή στις κόρες του να τη βοηθήσουν και να κάνουν ό,τι κι αν τις προστάξει, διότι δεν αρμόζουν στο σώμα του βασιλιά χέρια δούλων αλλά οι υπηρεσίες από τα χέρια των παιδιών του για να δεχτεί την ευεργεσία των θεών. Έτσι, ο Πελίας είπε κατηγορηματικά στις θυγατέρες του να κάνουν όλα όσα τις προστάξει η Μήδεια σχετικά με το σώμα του πατέρα τους, και οι κόρες ήταν έτοιμες να εκτελέσουν τις εντολές.
52. Η Μήδεια, όταν έπεσε η νύχτα και κοιμήθηκε ο Πελίας, είπε πως έπρεπε να βράσουν σε καζάνι το σώμα του Πελία. Οι κόρες δέχτηκαν τα λόγια της εχθρικά, κι εκείνη επινόησε άλλο κόλπο για να πειστούν στα λεγόμενά της· στον οίκο έτρεφαν ένα κριάρι που ήταν αρκετά μεγάλο στην ηλικία, και είπε στις κόρες πως θα το βράσει για να το ξανακάνει αρνί. Εκείνες συγκατατέθηκαν κι ο μύθος λέει πως η Μήδεια διαμέλισε το κριάρι και το έβρασε και, προκαλώντας τους παράκρουση με κάποια φάρμακα, έβγαλε από το καζάνι το είδωλο ενός αρνιού. Τότε πια οι κόρες εξεπλάγησαν και νομίζοντας πως είχαν λάβει απόδειξη των επαγγελιών της, εκτέλεσαν τα προστάγματά της. Όλες οι άλλες, λοιπόν, βάλθηκαν να χτυπάνε τον πατέρα τους μέχρι να τον σκοτώσουν και μόνο η Άλκηστις, από τον υπερβολικό σεβασμό που του έτρεφε, δεν άπλωσε χέρι στον γεννήτορά της. Στη συνέχεια, λένε, η Μήδεια απέφυγε να διαμελίσει και να βράσει το σώμα, αλλά προσποιούμενη πως πρέπει πρώτα να κάνει ευχές στη σελήνη, ανεβάζοντας τις κόρες με λαμπάδες στο ψηλότερο σημείο της στέγης του παλατιού, η ίδια άρχισε να λέει και να ξαναλέει κάποια μακροσκελή ευχή στη γλώσσα της Κολχίδας, δίνοντας έτσι χρόνο σ' εκείνους που επρόκειτο να κάνουν την επίθεση. Έτσι, οι Αργοναύτες βλέποντας τη φωτιά από τη σκοπιά και θεωρώντας πως συντελέστηκε η δολοφονία του βασιλιά, όρμησαν τρέχοντας προς την πόλη, μπήκαν κραδαίνοντας τα ξίφη στο τείχος, έφτασαν στο παλάτι και σκότωσαν τους φρουρούς που τους αντιστάθηκαν. Οι κόρες του Πελία που είχαν μόλις κατέβει από τη στέγη για το βράσιμο, βλέποντας αναπάντεχα μέσα στο παλάτι τον Ιάσονα και τα παλικάρια του, γέμισαν συντριβή για τη συμφορά που τις βρήκε, διότι ούτε είχαν τη δύναμη να εκδικηθούν τη Μήδεια ούτε να διορθώσουν την απαίσια πράξη στην οποία οδηγήθηκαν με απάτη. Γι' αυτό όρμησαν, λένε, να τερματίσουν τη ζωή τους, αλλά ο Ιάσονας τις λυπήθηκε για τη συμφορά τους και τις συγκράτησε, παροτρύνοντάς τες να δείξουν θάρρος μιας και δεν αμάρτησαν από κακία, αλλά παρά τη θέλησή τους εξαπατήθηκαν και τις βρήκε τούτη η συμφορά. (Διόδωρος 4.50-52)