Τρίτο επεισόδιο, στ. 626-630[23]

 

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Μα να κι ο Αίμονας, απ' τα παιδιά σου

ο στερνός βλαστός· να 'ρχεται τάχα

για την τύχη της μελλόνυφής του

Αντιγόνης πικραμένος και βαριά

για το ταίρι του που χάνει πονεμένος;]

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Θα το ξέρωμε ευτύς κάλλιο από μάντεις.

Παιδί μου, μη τυχόν μαθαίνοντας

την αμετάκλητή μου απόφαση

για τη μελλόνυφή σου, ήρθες ίσως

με μένα τον πατέρα σου ωργισμένος;

ή μ' ό,τι και να κάνωμε, για σένα

φίλοι πάντα θα σου είμαστε;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πατέρα,

είμαι δικός σου κι οδηγός μου εσύ 'σαι

με τις ορθές σου συμβουλές, που πάντα

εγώ θ' ακολουθώ· γιατί για μένα

ποτέ δε θα 'ναι κανείς γάμος άξιος

να τον βάλω πιο πάνω από σένα, όταν

το σωστό συμβουλεύης.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτή νάχης

τη γνώμη πάντα, γυιε μου, στην καρδιά σου,

πως στου πατέρα εμπρός τη θέληση όλα

πρέπει να υποχωρούν· γιατί γι' αυτό είναι

που εύχεται ν' αποχτά παιδιά κανένας

κι υπάκουα μες στα σπίτια του να τα 'χη,

και για ν' αντιπλερώνουν τους εχθρούς του

μ' ό,τι κακό, και να τιμούν τους φίλους

όσο κι αυτός· ενώ όταν κανείς φέρνη

στον κόσμο ανώφελα παιδιά, σαν τι άλλο

πως γέννησε θα πης, παρά φαρμάκια

για τον εαυτό του κι αφορμές μεγάλες

για τους εχθρούς του να γελούν μαζί του;

Αυτά λοιπόν κοίτα ποτέ μη χάσης

τα αισθήματα, παιδί μου, από λαχτάρα

για μια γυναίκα, ξέροντας πώς είναι

αγκάλιασμα ψυχρό ένας σύντροφος

στο πλευρό μας κακός, μέσα στο σπίτι·

γιατί ποια μεγαλύτερη μπορεί

πληγή να γίνη απ' τον κακό το φίλο;

Ξορκίσου την λοιπόν αυτή την κόρη

σαν εχθρό σου και στείλε την να πάη

στον Άδη, εκεί να παντρευτή όποιο θέλει·

γιατί αφού μόνη αυτή σ' όλη την πόλη

πιάστηκε φανερά να παρακούη

την προσταγή μου, δε θα βγω μπρος σ' όλους

ψεύτης εγώ, μα θα τη θανατώσω,

κι ας πάη στον ομοαίματό μας Δία

να μου ψάλλη όσο θέλει· γιατί αν θρέψω

απ' την ίδια τη γενιά μου αντάρτες,

πολύ πιότερο απ' έξω· μα όποιος είναι

καλός για τα δικά του νοικοκύρης,

θα φανή και της χώρας κυβερνήτης

άξιος· και κείνος που μ' αυθαιρεσία

παραβιάζει τους νόμους, ή εννοεί

να επιβληθή σ' αυτούς που εξουσιάζουν,

μόνο έπαινο από μένα δε θα πάρη·

μα όποιον θα εκλέξη η χώρα, σ' αυτόν πρέπει

να υπακούωμε τυφλά, και στα μεγάλα

και στα μικρά, στα δίκια και στα ενάντια.

Σε τέτοιον άντρα εγώ θα εμπιστευόμουν

πως άξιος θα 'ταν αρχηγός κι ο ίδιος

και πρόθυμος θα υπάκουε κάτω απ' άλλους

κι όπου ταχθή στην τρικυμία της μάχης

πιστός κι αντρείος θα μένη παραστάτης.

Δεν είναι άλλο κακό απ' την αναρχία·

αυτή χαλάει τα κράτη, αυτή τα σπίτια

φέρνει άνω κάτω, αυτή σε φευγιό βάζει

τα σύμμαχα κοντάρια, ενώ τα πλήθη

τα υπάκουα τα σώζει η πειθαρχία·

κι έτσι πρέπει καθείς να υπερασπίζη

με τα όλα του το νόμο και την τάξη

και με κανένα τρόπο να μη στρέξη

να νικηθή ποτέ του από γυναίκα·

γιατ' αν το φερν' η ανάγκη, κάλλιο απ' άντρα

να πέσω απ' την αρχή, κι όχι να πούνε

πως γυναίκες μάς πήρανε από κάτω.

 

ΧΟΡΟΣ

Εμείς, αν δε μας μώραναν τα χρόνια,

βρίσκομε να 'χης δίκιο σ' αυτά πού 'πες.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πατέρα μου, οι θεοί χαρίζουνε

στον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο

τ' απόχτημά του απ' όλα όσα υπάρχουν.

Και γω, πως δεν τα λες σωστά όσα είπες,

δε θα μπορούσα κι είθε ούτε να μάθω

ποτέ να πω· μα όμως μπορεί να γίνη

να 'χη σωστήν ιδέα κι ένας άλλος.

Για σένα λοιπόν είμαι εγώ που πρέπει

φυσικά να προσέχω όλα όσα οι άλλοι

ή λένε ή κάνουν ή έχουν να σου ψέξουν.

Γιατί μπροστά σε σένα θα 'χε φόβο

να λέη ένας πολίτης τέτοια λόγια

που δε θα ευχαριστιόσουν να τ' ακούσης·

μα εγώ έτσι από κρυφά μπορώ ν' ακούω

πόσο θρηνούν την κόρη αυτή στην πόλη,

που ενώ πιο λίγο απ' όλες τις γυναίκες

τ' άξιζε αυτό, έτσι άτιμα πεθαίνει

για μια τόσο λαμπρή και τίμια πράξη·

γιατί τον αδερφό της που κοιτόνταν

σκοτωμένος στη μάχη άθαφτος έτσι,

δεν άφησε να τον σπαράξουν μήτε

σκυλιά αιμοβόρα, μήτε τ' άγρια τα όρνια·

δεν είν' αυτή λοιπόν άξια να τύχη

χρυσή τιμή; Τέτοιες σιγά γυρνούνε

σκεπαστές ομιλίες μες στην πόλη.

Μα εγώ, πατέρα, άλλο κανένα χτήμα

δεν έχω πιο ακριβό από τη δική σου

την ευτυχία· γιατί και ποιο στολίδι

στα παιδιά μπορεί να 'ναι πιο μεγάλο

απ' την τιμή και δόξα του πατέρα,

ή στον πατέρα πάλι απ' των παιδιών του;

Μην κρατής λοιπόν μέσα σου ένα μόνο

τρόπο να σκέπτεσαι, και να πιστεύης

πως ό,τι λες εσύ και τίποτ' άλλο

δεν είναι ορθό, γιατ' όποιοι το νομίζουν,

πως μόνοι αυτοί είναι φρόνιμοι, ή πως έχουν

ή γλώσσα ή πνεύμα που δεν έχουν άλλοι,

αυτοί αν τους ξεψαχνίσης θα βρεθούνε

ολότελ' άδειοι· μα ένας άνθρωπος

και σοφός να 'ναι, δεν είναι ντροπή του

να μαθαίνη πολλά και να μη σφίγγη

το δοξάρι πολύ· βλέπεις τα δέντρα

που πλάι στο φουσκωμένο ρέμα σκύβουν

κεφάλι, πως γλυτώνουν τα κλωνιά τους,

μα οσ' αντιστέκουν σύγκορμα χαλιούνται·

έτσι κι όταν κανείς καραβοκύρης

παρασφίξη τη σκότα και δε λέει

να λασκάρη στον άνεμο καθόλου,

θ' αναποδογυρίση και πια τότε

με προύμυτα κουβέρτα θ' αρμενίζη.

Μα δόσε τόπο στην οργή και στρέξε

απόφαση ν' αλλάξης, γιατί αν είμαι

άξιος κι εγώ, αν και νεώτερος, να κρίνω

κάτι σωστό, λέω πως πολύ πιο πάνω

απ' όλ' αξίζει να 'χη γεννηθή

κανείς μ' όλη του κόσμου τη σοφία·

μα αφού δεν συνηθά ένα τέτοιο πράμα

να γίνεται, καλό είναι και να θέλη

ν' ακούη εκείνους πού σωστά μιλούνε.

 

ΧΟΡΟΣ

Δε βλάφτει, ω βασιλιά, να τον ακούσης,

αν κάτι λέη σωστό· και συ το ίδιο·

γιατί καλά τα 'χετε πη κι οι δυο σας.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εμείς, σ' αυτή την ηλικία, να θέλη

ένα παιδί να μας διδάξη γνώση;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Το δίκιο μόνο· κι αν εγώ είμαι νέος,

όχι τα χρόνια μα τα έργα πρέπει

να κοιτάζη κανείς.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και το λες έργο,

τους παραβάτες να τιμάς του νόμου;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Ούτε και θα συμβούλευα κανένα

σε τιμή να 'χη τους κακούς.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και μήπως

δεν έχει αυτή πιαστή σε τέτοιο κρίμα;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Όχι, φωνάζει μ' ένα στόμα ο λαός

όλος της Θήβας.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και λοιπόν μια πόλη

θα ορίση εμένα τι έχω να διατάζω;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν πάρα

πολύ νέος;

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γι' άλλον, κι όχι για μένα

πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δεν υπάρχει χώρα καμιά που να 'ναι

ενός ανθρώπου.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ώστε δε θεωρείται

η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Ωραία θα κυβερνούσες τότε μόνος

μια έρημη χώρα.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καθώς βλέπω, αυτός

με τη γυναίκα συμμαχία πηγαίνει.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν είσαι εσύ γυναίκα· γιατί μόνο

για το δικό σου το καλό φροντίζω.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ω παγκάκιστε, ενώ τολμάς να βγαίνης

του πατέρα σου αντίδικος;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Γιατί

βλέπω να πέφτης σ' όχι δίκαιες πράξεις.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν έχω δίκιο, όταν υπερασπίζω

το αξίωμά μου;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δεν το υπερασπίζεις,

όταν καταπατάς των θεών τους νόμους.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχρείο πλάσμα, μιας γυναίκας δούλε!

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δε θα με δής τουλάχιστο ποτέ μου

να γίνωμαι σε κακές πράξεις δούλος.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα όλα σου αυτά τα λόγια είναι για κείνη.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Μα και για σένα επίσης και για μένα

και για τους θεούς του Κάτω κόσμου.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βγάλ' το

από το νου σου πώς θα παντρευτής

ζωντανή αυτή ποτέ σου.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Θα πεθάνη

λοιπόν, μα ο θάνατος της κι άλλον κάποιο

θα θανάτωση.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ακόμα και φοβέρες

έχεις έτσι ο θάρσος να μας ρίχτης;

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Κι είναι φοβέρα, σε μια ανόητη γνώμη

ν' αντιμιλά κανείς;

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Θα το πλερώσης

βαριά, που ζητάς γνώση να μου μάθης,

ενώ εισαι ο ίδιος δίχως νου.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Θες μόνος

να 'χης εσύ το λόγο και τον άλλο

να μην ακούς;

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μιανής γυναίκας σκλάβε,

πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζης.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Θα σου 'λεγα, αν πατέρας μου δεν ήσουν,

πως βγήκες απ' τα λογικά σου.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλήθεια;

όμως, μα αυτόν τον Όλυμπο, να ξέρης

πως δε θα το χαρής να ψέγης έτσι

και να βρίζης εμένα. Οδήγησέ την

εδώ τη μισημένη τη γυναίκα

για να πεθάνη αμέσως μπρος στα μάτια

και παρουσία του γαμπρού, κοντά του.

 

ΑΙΜΟΝΑΣ

Παρουσία μου όχι βέβαια, καθόλου

να μην το φανταστής αυτό· γιατί ούτε

μπροστά μου αυτή θενά πεθάνη, μα ούτε

και συ ποτέ πια μπρος στα μάτια σου

θενά με ξαναδής, κι αμέ να κάνης

τον τρελλό μες σε φίλους που το στρέγουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Ακράτητος απ' την οργή του ο νέος

έφυγε, βασιλιά, κι η απελπισία

επίφοβη στην ηλικία του είναι.

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας κάμη, ας πάη να κατεβάση ο νους του

ό,τι δε δύνεται άνθρωπος, μα τούτες

τις κόρες δε θα σώση από το Χάρο.

 

ΧΟΡΟΣ

Αλήθεια και τις δυο το 'χεις στο νου σου

να θανατώσης;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βέβαια, όχι και κείνη

που δεν άγγιξε χέρι· κι έχεις δίκιο.

ΧΟΡΟΣ

Και με τι τρόπο σκέπτεσαι την άλλη

να θανάτωσης;

 

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Θα την οδηγήσω

σ' έρημο δρόμο απάτητο από ανθρώπους

και ζωντανή θενά την κλείσω μέσα

σ' ένα πέτρινο υπόγειο, βάζοντάς της

τόση τροφή μον' όσο για το κρίμα,

για ν' αποφύγη το μίασμα ολ' η χώρα·

και κει τον Άδη, που μονάχ' απ' όλους

λατρεύει τους θεούς, παρακαλώντας,

ίσως πετύχη και να μην πεθάνη·

ή αλλιώς να μάθη, τότε καν, πως είναι

περιττός κόπος των νεκρών το σέβας.

(Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας)