Η κλοπή της φωτιάς
«Αλλά ο γενναίος γιος του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακάματης φωτιάς που φέγγει μακριά μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθιά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε, καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη μακρόφωτη λάμψη της φωτιάς. Κι αμέσως, σαν αντιστάθμισμα για τη φωτιά, ετοίμασε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Χωλός πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας, όπως το ζήτησε ο γιος του Κρόνου. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ' το κεφάλι μέχρι κάτω της έριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό, θαύμα να τη βλέπεις. [Και γύρω στο κεφάλι της η Παλλάδα Αθηνά έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χλόης που μόλις είχε βλαστήσει]. Και γύρω στο κεφάλι της έθεσε διάδημα χρυσό που το 'χε φτιάξει ο ξακουστός Χωλός με τα επιδέξια χέρια του για χάρη του Δία, του πατέρα του. Πάνω σ' αυτό χειροτέχνησε πολλά σχέδια από γεννήματα, θαύμα να τα βλέπεις, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Κι έβαλε πολλά απ' αυτά πάνω του -μια χάρη έπνεε πάνω σε όλα-, στολίδια θαυμαστά που έμοιαζαν με ζωντανά έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα, αφού έφτιαξε τούτο το καλό κακό, αντιστάθμισμα του όμορφου καλού, την έβγαλε έξω, εκεί όπου βρίσκονταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα, την αναπότρεπτη για τους ανθρώπους. Γιατί απ' αυτήν βγήκε το γένος των γυναικών [απ' αυτή κρατά το ολέθριο γένος των και η φυλή των γυναικών,] μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, συγκάτοικοι των ανδρών, που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Γιατί αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου, τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουν λευκές κερήθρες, ενώ εκείνοι μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες καταπίνοντας τον ξένο κόπο. Τέτοιο κακό για τους θνητούς τους άνδρες έφτιαξε ο Δίας, που βροντά από ψηλά, τις γυναίκες, συντρόφους κακών έργων. Κι ακόμη ένα κακό τους έδωσε για το καλό που πήραν: όποιος αποφεύγει τον γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα της γυναίκας και δεν θέλει να παντρευτεί και να φτάσει στα καταραμένα γεράματα χωρίς να έχει κάποιον να τον γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί το βιός του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν τα υπάρχοντά του οι συγγενείς οι μακρινοί. Όποιος πάλι του 'γραψε η μοίρα να παντρευτεί και να πάρει σύντροφο φρόνιμη και σταθερή στον νου, και τότε σ' όλη του τη ζωή θ' αγωνίζεται να ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του 'τυχε γένος γυναίκας ολέθριο ζει έχοντας στα στήθη του, στην ψυχή και στην καρδιά αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό αγιάτρευτο.» (Ησ., Θεογ. 565-613)