Τρόπος τέλεσης της θυσίας
«Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί άνθρωποι στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας), με πρόθυμη καρδιά, μοίρασε και παρέθεσε ένα μεγαλόσωμο βόδι, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον νου του Δία. Για εκείνον έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Για τους ανθρώπους τοποθέτησε με δόλο τα άσπρα κόκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω, αφού τα κάλυψε με λευκό λίπος. Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: «Γιε του Ιαπετού, επιφανέστερε απ' όλους τους άρχοντες, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες.» Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει. Κι ο δολοπλόκος Προμηθέας του απάντησε με ήσυχο χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει το τέχνασμα που είχε κατά νου: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ' τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια η καρδιά στα στήθη σου προστάζει.» Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς, που αθάνατες σκέψεις έχει, εννόησε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που έμελλε να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος κι οργίστηκε μέσα του βαθιά και χολή ήρθε στη ψυχή του, καθώς είδε λευκά κόκαλα βοδιού για τους αθάνατους με δόλιο τέχνασμα. Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων στους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς.» Και ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε με θλίψη βαριά: « Γιε του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες, καλέ μου, ακόμη τη δόλια τέχνη σου.» Έτσι είπε ο Δίας με τις αθάνατες σκέψεις οργισμένος. Και από τότε, την οργή του δίχως να ξεχνά ποτέ, δεν έστελνε πλέον, στα δένδρα, στις μελιές, την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.» (Ησ., Θεογ. 535-564)