Ο Ποσειδώνας εγκαταλείπει την Τροία

 

Είμαι ο Ποσειδών.

Άφησα τον αλμυρό βυθό

του Αιγαίου πελάγους

κι ήρθα.

[…]

Ο Φοίβος κι εγώ

με τέχνη πάνσοφη,

μ' αλφάδι και μυστρί

υψώσαμε τα πέτρινα

της Τροίας τείχη·

.ο νους μου πάντοτε

χαιρόταν να στοχάζεται

με περισσή στοργή

την πόλη των Φρυγών.

Τώρα την άλωσε

το δόρυ των Αργείων

και μέσα στους πυκνούς καπνούς

της πυρκαγιάς βυθίστηκε.

[…]

Ερήμωσαν τα δάση

τα σεμνά

και στους ναούς των θεών

ποτάμι ρέει το αίμα.

Ο Πρίαμος έπεσε νεκρός

μες στην αυλή του

και δίπλα στο βωμό του Διός.

Πολύ χρυσάφι φρυγικό

και λάφυρα πολλά

φορτώνονται στων Αχαιών τα πλοία.

[…]

Κι εγώ την ένδοξη την πόλη πια

και τους βωμούς μου

εγκαταλείπω.

Μέσα στην ερημιά των πόλεων

νοσεί το θείον.

Κανείς δε σκέφτεται

λατρείες, σέβας και τιμές.

 

[Όμως:]

 

Όποιος ναούς, τεμένη,

όποιος τους τάφους

των νεκρών ρημάζει,

στο μέλλον σύντομα

θα ρημάξει κι αυτός.

(Ευρ., Τρωάδες 1-27, 95-97· μετ. Κ.Χ. Μύρης)