Ο Ποσειδώνας στην Τιτανομαχία
Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια
μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης,
αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν
τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ' απ' τον άλλον,
με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις βολές τους
σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν
κάτω απ' τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια
με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν
γενναία ψυχή. Τόσο βαθειά μέσα στη γη
όσο απέχει ο ουρανός απ' τη γη (γιατί τόσο είναι
απ' τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο).
Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας
απ' τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη.
Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι
πέφτοντας απ' τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο.
Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος φραγμός
και γύρω απ' τον λαιμό του χύνεται η νύχτα
με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από πάνω
φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας.
Εκεί 'ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι θεοί,
κάτω απ' τον ομιχλώδη ζόφο, απ' τη θέληση του Δία
που μαζεύει τα νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο,
στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο,
γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες
και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού.
Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος
Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία
που κρατά την ασπίδα.
(Ησ., Θεογ. 713-736)