Ο χρησμός του Τειρεσία στον Οδυσσέα
Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις
χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο
πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,
σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,
κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,
κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε
κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.
Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:
Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης
και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο,
στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου,
κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,
κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του,
γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες
μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,
σε όλους γραμμή.
(Οδ. λ 121-132, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)