Από το Σάος στις Αιγές

 

Το νόησεν ο Ποσειδών, που εκάθονταν κι εθώρα

την μάχην απ' την κορυφήν της δασωμένης Σάμου

της Θράκης, όθεν φαίνονταν τ' όρος της Ίδης όλο

και τ' άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου.

εκεί, μεσ' απ' την θάλασσαν, ανέβη κι εκαθόνταν

και πόνον δια τους Αχαιούς, που εσύντριβαν οι Τρώες,

μέσα η ψυχή του αισθάνετο και πάθος προς τον Δία.

απ' τ' άγριον όρος με γοργά πατήματα εκατέβη,

και κάτω απ' τ' αθάνατα πόδια του Ποσειδώνος

όλα τα όρη απέραντα και όλα τα δάση ετρέμαν.

έκαμε τρία διάσκελα, στο τέταρτο είχε φθάσει

εις τες Αιγές, που ολόλαμπρα, στα βάθη εκεί του κόλπου,

άφθαρτα δώματα χρυσά τού ευρίσκονται κτισμένα.

κι έζεψε εκεί στην άμαξαν τα ορμητικά πουλάρια

χαλκόποδα, χρυσότριχα, κι αυτός χρυσάφι εξώσθη,

έπιασε μάστιγα χρυσήν, ανέβηκε στον θρόνον,

και οδήγησε στην θάλασσαν τους ίππους. και αποκάτω

άμα τον βασιλέα τους ενόησαν, σκιρτούσαν

τα κήτη απ' όλους τους βυθούς, και από χαράν εμπρός του

η θάλασσα εχωρίζετο και τ' άλογα επετούσαν

ψηλά, χωρίς να νοτισθεί το χάλκινον αξόνι.

και ως αστραπή τον έφεραν στων Αχαιών τα πλοία.

Υπάρχει μέγα σπήλαιον, στα βάθη εκεί του κόλπου,

στην Τένεδον ανάμεσα και στην τραχείαν Ίμβρον·

κει μέσ΄ αφού τους ξέζεψεν, ο Ποσειδών τους ίππους

έστησε και τους έβαλε να φάγουν αμβροσίαν·

μ' άλυτα πέδικλα χρυσά τους έδεσε στον τόπον

ασύντριφτα, να καρτερούν εκεί τον κύριόν τους,

και στον στρατόν των Αχαιών εκίνησε να φθάσει.

(Ιλ., Ν 10-38, μετ. Ι. Πολυλάς)