Η δράκαινα των Δελφών και ο Τυφώνας

 

Κι ήταν σιμά καλλίρροη κρήνη όπου την δράκαινα

σκότωσε ο άναξ γιος του Δία με το πανίσχυρό του τόξο

το άγριο μεγάλο χοντρό τέρας, που πολλά κακά

στους ανθρώπους προξέναγε πάνω στη γη, πολλά σ᾽ αυτούς

πολλά και στα λιγνόποδα τα πρόβατα, γιατί ήταν συμφορά αιμοσταγής.

(Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα 300-304, μετ. Δ.Π. Παπαδίτσας - Ε. Λαδιά)

 

Και κοντά η βρύση η καλλίρροη όπου τη δράκαινα σκότωσε

ο βασιλιάς, του Δία γιος με το πανίσχυρό του τόξο,

τέρας μεγάλο άγριο χοντροθρεμμένο, που πολλά δεινά

έκανε στους ανθρώπους πάνω στη γη, πολλά σ' αυτούς,

πολλά και στα λυγερόποδα τ' αρνιά, και ήταν για κείνους κακό ματοβαμμένο.

Κάποτε που δέχτηκε από τη χρυσόθρονη Ήρα τον φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα,

τον μεγάλωσε σαν συμφορά για τους θνητούς,

αυτόν που η Ήρα κάποτε τον γέννησε θυμωμένη με τον πατέρα Δία,

όταν ο Κρονίδης γέννησε την ένδοξη Αθηνά

απ' το κεφάλι του· εκείνη, η σεβαστή Ήρα, ευθύς οργίστη

και είπε στη σύναξη των αθανάτων:

[…] τώρα εγώ θα μηχανευτώ πώς θα γεννηθεί

ο δικός μου γιος ξεχωριστός μες στους αθανάτους,

χωρίς να ντροπιάσω ούτε το ιερό κρεβάτι σου ή το δικό μου

και δίχως να πλαγιάσω μαζί σου, αλλά από σένα

όντας μακριά, θα 'μαι με τους αθάνατους θεούς.

Έτσι είπε και θυμωμένη έφυγε μακριά από τους θεούς.

Αμέσως μετά προσευχήθηκε η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή,

κι απλώνοντας τα χέρια άγγιξε τη γη και λόγια είπε:

Ακούστε με, η γη και ο πλατύς ουρανός από πάνω,

οι Τιτάνες και οι θεοί που κατοικείτε κάτω από τη γη

στον μεγάλο Τάρταρο, απ' όπου έρχονται άνθρωποι και θεοί·

εσείς τώρα ακούστε με όλοι, και δώστε μου παιδί

χωρίς τον Δία, μα όχι κατώτερο σε δύναμη από εκείνον·

να είναι ανώτερός του όσο και ο μεγαλομάτης Δίας απ' τον Κρόνο.

Έτσι μίλησε και χτύπησε τη γη με το γερό της χέρι·

και σείστηκε η γη η ζωοδότρα κι εκείνη το είδε

και χάρηκε η ψυχή της, πιστεύοντας πως θα ευοδωθεί η ευχή της.

Και από τότε ίσαμε να συμπληρωθεί ο χρόνος,

ούτε στην κλίνη του βαθύσκεφτου Δία ποτέ ανέβηκε

ούτε σε θρόνο ολοσκάλιστο, όπως παλιά, κάθισε δίπλα του

σκέψεις να κάνει συνετές·

αλλά σε ναούς κατάμεστους παραμένοντας

η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή ευφραινόταν με τις θυσίες.

Και σαν τελείωσαν οι μήνες και οι μέρες

και του έτους που κύλησε έφτασε πάλι η κατάλληλη εποχή,

γέννησε εκείνη ούτε με τους θεούς όμοιον ούτε με τους θνητούς

τον φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα, συμφορά των θνητών.

Τον πήρε αμέσως η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή

και τον έδωσε μετά, φέρνοντας κακό στο κακό· κι η δράκαινα τον δέχτηκε·

αυτός πολλές συμφορές έφερε στα σπουδαία γένη των ανθρώπων.

Όποιος την αντίκριζε του έφερνε τη μέρα του θανάτου του,

ώσπου την τόξευσε ο μακροβόλος βασιλιάς Απόλλωνας με βέλος

ισχυρό· κι εκείνη σπαράζοντας με φριχτούς πόνους

έπεσε στη γη βαριαναστενάζοντας κουλουριασμένη.

Ανείπωτη και τρομερή η ολολυγή, την ώρα που εκείνη στο δάσος

πέρα δώθε συνέχεια στριφογύριζε, και άφησε την πνοή

τη φονική κι εξέπνευσε, ενώ καυχήθηκε ο Φοίβος Απόλλων:

Εδώ τώρα να σήπεσαι στη γη τη ζωοδότρα

κι ούτε για τους ζωντανούς θνητούς κακή πληγή

να είσαι άλλο, αυτούς που τρώνε τον καρπό της πολυδότρας γης

κι εδώ πέρα προσφέρουνε σωστές εκατόμβες,

και τον οδυνηρό σου θάνατο τίποτα, ούτε ο Τυφώνας

ούτε η κακόφημη Χίμαιρα θ' αποτρέψει, μα εδώ

θα σε σαπίσει η μαύρη γη και οι αχτίδες του Υπερίωνα.

Έτσι είπε με καυχησιά, κι εκείνης τα μάτια σκοτάδι κάλυψε.

Και την έλιωσε εκεί το ιερό μένος του Ήλιου·

γι' αυτό τώρα Πυθώ τη λένε, κι αυτόν τον βασιλιά

με το επώνυμο Πύθιο τον φωνάζουν, επειδή εκεί

στον χώρο αυτό η αιχμηρή φλόγα του Ήλιου σάπισε το τέρας.

(Ομηρικός Ύμνος Στον Απόλλωνα, στ. 300-310, 325-374, μετ. ομ. Κάκτου)