Ο Απόλλων τιμωρός των Θηβαίων
Πόλις γάρ, ὥσπερ καὐτὸς εἰσορᾷς, ἄγαν
ἤδη σαλεύει, κἀνακουφίσαι κάρα
βυθῶν ἔτ᾽ οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου,
φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός,
φθίνουσα δ᾽ ἀγέλαις βουνόμοις τόκοισί τε
ἀγόνοις γυναικῶν· ἐν δ᾽ ὁ πυρφόρος θεὸς
σκήψας ἐλαύνει, λοιμὸς ἔχθιστος, πόλιν,
ὑφ᾽ οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον, μέλας δ᾽ Ἅιδης
στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται.
Η πόλη, το βλέπεις και μόνος σου,
είναι πολύς καιρός που παραπαίει.
Βουλιάζει μες τη δίνη των αιμάτων
και δεν μπορεί την κεφαλή της
να σηκώσει απ' τον θολό βυθό
να πάρει λίγη ανάσα.
Προτού να δέσουν οι καρποί
στους κάλυκες σαπίζουν·
κοπαδιαστά ψοφούν τα βόδια στη βοσκή·
των γυναικών οι μήτρες μαραθήκαν.
Ο θεός ο πυρφόρος περνά
και τα πάντα σαρώνει·
ο φοβερός λοιμός ερήμωσε
την πόλη των Καδμείων·
ο μαύρος Αδης πλούτισε
με βογκητά και στεναγμούς.
(Σοφ., Οιδ.Τ. 22-30, μετ. Τ. Ρούσσος)