Μολιονίδες
Ἴβυκος δὲ ἐν πέμπτῳ μελῶν περὶ Μολιονιδῶν φησι ( fr. 16 B 4 )·
τούς τε λευκίππους κόρους
τέκνα Μολιόνας κτάνον,
ἅλικας, ἰσοκεφάλους, ἑνιγυίους,
ἀμφοτέρους γεγαῶτας ἐν ὠέῳ
ἀργυρέῳ.
[Τους νέους με τα λευκά τα άλογα
της Μολιόνης γιους
συνομίληκοι με ίσα κεφάλια και ίσα μέλη,
η σύλληψή τους είχε γίνει σε αυγό
ασημένιο
(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 2.50.28-2.50.34