Ιδομενέας και Μηριόνης στην Τροία
στο μέρος που ο γενναίος
Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,
και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου
και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.
(Δ 252-254)
και ως έφθασεν ο Ιδομενεύς στην εύμορφην σκηνήν του,
κι εζώσθη τα λαμπρ΄ άρματα, κι επήρε δυο κοντάρια,
κι εκίνησεν ως κεραυνός, που εφούκτωσε ο Κρονίδης
και απ΄ τον φωτερόν Όλυμπον ετίναξε να δείξει
μέγα σημείον των θνητών, και πέρ΄ αστράφτει η λάμψις·
όμοια κι εκείνου ως έτρεχεν ελάμπαν τ΄ άρματά του.
Και ακόμη στην σκηνήν εγγύς τον ήβρε ο Μηριόνης
ο ακόλουθός του ως πήγαινεν άλλην να πάρει λόγχην.
«Υιέ του Μόλου αδάμαστε», του είπε ο Ιδομενέας,
«ω ποθητέ μου όσο κανείς των φίλων, Μηριόνη,
πώς εδώ ήλθες και άφησες τον ιερόν αγώνα;
Μη βέλος σ΄ εύρηκε πικρό κι η άκρη του σε σφάζει;
Ή μηνυτής μου έρχεσαι, διότι ούδ΄ εγώ θέλω
αργός να μένω εις τες σκηνές, αλλά να πολεμήσω».
Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:
«Ω Ιδομενέα, των Κρητών χαλκοχιτώνων πρώτε,
ήλθα να πάρω, αν σου ΄μεινε εις τες σκηνές κανένα
κοντάρι, ότι μου εκόπηκεν εκείνο που εφορούσα,
του υπερηφάνου ως κτύπησα Δηιφόβου την ασπίδα».
Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπεν:
«Κοντάρι΄ αν θέλεις κι είκοσι θα έβρεις στην σκηνήν μου
στον λαμπρόν τοίχον στυλωτά, των Τρώων, που φονεύω,
άρματα αιματοστάλακτα, διότι εγώ να κάμνω
με τους εχθρούς τον πόλεμον δεν συνηθώ μακρόθεν,
όθεν κοντάρια, κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες
και ακτινοβόλοι θώρακες μου υπάρχουν φυλαγμένοι».
Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:
«Πολλά ΄χω λάφυρα κι εγώ παρμέν΄ από τους Τρώας
εις την σκηνήν· αλλά σιμά δεν είναι να τα λάβω˙
ότι ούδ΄ εμέ δεν άφησε, πιστεύω, η πρώτη ανδρεία·
και όταν ανάφτη λυσσερό το πείσμα του πολέμου
στην μάχην, δόξαν των ανδρών, προβάλλω με τους πρώτους·
κι εάν κανείς των Αχαιών χαλκοχιτώνων άλλος
τούτο δεν ξεύρει, καν εσύ, θαρρώ να το γνωρίζεις».
Και των Κρητών ο αρχηγός: «Πόσον γενναίος είσαι
το ξεύρω· να το λέγεις συ ποσώς δεν είναι ανάγκη.
Διότι αν εκλεγόμασθεν οι πρώτοι πολεμάρχοι
δια το καρτέρι, όπ΄ άσφαλτα διακρίνετ΄ η ανδρεία
όπου ο δειλός γνωρίζεται και δείχνεται ο γενναίος -
του ανάνδρου βλέπεις τη θωριά να συχναλλάζει χρώμα,
δεν τον αφήν΄ η αστήρικτη ψυχή του να ησυχάζει,
αλλά στες δύο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,
σφόδρα η καρδία του βροντά στα στήθη, ως βλέπει εμπρός του
τες μοίρες, και τα δόντια του τριζοκοπούν στο στόμα.
Αλλ΄ ο γενναίος την θωριά δεν άλλαξε, αλλά μένει
εις την καθίστραν άφοβος με τους ανδρειωμένους
και ολόψυχα παρακαλεί πότε ν΄ αρχίσ΄ η μάχη. -
Και μηδ΄ αυτού δεν θα ΄ψεγε κανείς την δύναμίν σου·
διότι αν λόγχη σ΄ έβρισκε μαχόμενον ή ξίφος
μήτε στο ζνίχι θα ΄πεφτε το βέλος ή στην πλάτην,
αλλά τα στήθη θα πληκτεν εμπρός ή την γαστέρα,
ως πρόθυμος θα πρόβαλλες μες στους συντρόφους πρώτος.
Αλλ΄ ας μη στέκωμεν εδώ σα νήπια μωρολόγα
μήπως απότολμος κανείς πικρά μας ονειδίσει.
Αλλ΄ άμε, πάρε απ΄ την σκηνήν το στερεό κοντάρι».
Είπεν αυτά και ο ισόπαλος του Άρη Μηριόνης
γρήγορα επήρε απ΄ την σκηνήν το χάλκινο κοντάρι
κι έτρεξε πάλι όλος φωτιά προς τον Ιδομενέα.
[…]
Ομοίως μ' άρματα λαμπρά στην μάχην κατεβαίναν
οι πολεμάρχ' Ιδομενεύς ομού και Μηριόνης.
«Ω Δευκαλίδη», του 'λεγεν ο Μηριόνης πρώτος,
«πόθεν στα πλοία του στρατού να προχωρήσεις θέλεις·
στο δεξιόν, στο μεσινόν ή στ' αριστερό μέρος;
Ότι εκεί πλέον παρ' αλλού, θαρρώ, στενοχωρούνται
οι ανδρειωμένοι Δαναοί απ' των εχθρών τα πλήθη».
Και των Κρητών ο αρχηγός αντείπ' ο Ιδομενέας:
«Στην μέσην και άλλοι μάχονται να σώσουν τα καράβια,
και πολεμούν οι Αίαντες και ο Τεύκρος, φημισμένος
τοξότης, και από σύνεγγυς πολεμιστής ανδρείος·
θα τον χορτάσουν πόλεμον, μ' όσην και αν έχει ανδρείαν,
τον Πριαμίδην Έκτορα· άκρον θα έχει αγώνα
την δύναμιν ασύντριφτην κλονώντας των ηρώων
να κάψει τα καράβια μας· έξω αν θελήσει ο Δίας
δαυλόν ο ίδιος εις αυτά να βάλει φλογοβόλον.
Ότ' εις θνητόν πόχει τροφήν της Δήμητρας το δώρον,
οπού χαλκός και φονικά λιθάρια τον λαβώνουν,
τόπον δεν κάμνει ο φοβερός υιός του Τελαμώνος,
ουδέ στον σπάστην των ανδρών λεοντόψυχον Πηλείδην
θα υποχωρούσε, αν τύχαινε, και στην σταδίαν μάχην·
ότι στον δρόμον δεν νικά κανείς τον Αχιλλέα.
Αλλά της μάχης κίνησε στ' αριστερά, να δείξει
αν άλλους θα δοξάσομεν ή εμείς να δοξασθούμεν»
(Όμ., Ιλ. Ν 240-296, 304-327, μετ. Ι. Πολυλάς)