Το χοροστάσι της Αριάδνης
Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,
όμοιον μ΄ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει
της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.
Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν
κι εγύριζαν χεροπιαστοί· και οι κόρες εφορούσαν
λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια
από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.
Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές, είχαν χρυσά εκείνοι
μαχαίρια που απ΄ αργυρούς κρεμιόνταν τελαμώνες·
και πότ΄ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,
ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην
την τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει,
και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα.
Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω εδιασκεδάζαν
πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος
κιθάριζε· και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι
δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν.
(Όμ. Ιλ. 589-605, μετ. Ι. Πολυλάς)