Ο Αίγισθος θυμάται τα Θυέστεια δείπνα και αιτιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Ω φως φαιδρόν ημέρας, που έφερε τη Δίκη!

τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφήνουν έτσι

απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται στ' αλήθεια

τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,

αφού είδα, μες στων Ερινύων τα πλεχτά βρόχια

να κοίτεται αυτός εδώ - χαρά, χαρά μου,

και να πλερώνη του πατέρα του το κρίμα.

Γιατί ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας,

πατέρας αυτουνού, το δικό μου πατέρα

Θυέστη, κι αδελφό του - για να καταλάβης -

εξ αφορμής του θρόνου εξώρισε απ' τη χώρα.

Κι όταν εξαναγύρισε κ' έπεσε ικέτης

στην εστία, την γλύτωσε, αλήθεια, ο ίδιος

ο άθλιος Θυέστης μη σφαχτή κ' αιματοβρέξη

το πατρικό του χώμα· μ' αυτουνού ο πατέρας,

πώς τάχα, ο άθεος, ήθελε το γυρισμό του

μ' ένα πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάση,

δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του·

τα πόδια και τα χτένια των χεριώ είχε κόψη

παράμερα, που να μην καταλάβουν και οι άλλοι,

καθώς καθόταν χωριστά, μα εκείνος παίρνει

κι ανίδεος καθώς είτανε, τρώει από κείνο

τάσωστ', όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος.

Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα

έσκουζε κ' έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια,

κι ευχιέται μοίρ' ασύντυχη στους Πελοπίδες,

με την κατάρα δίνοντας κλωτσιά στο δείπνος,

έτσι να πάη όλ' η γενιά και του Κλεισθένη.

Γι' αυτά 'ναι πούπεσε κι αυτός καθώς το βλέπεις

κ' είχαν το δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω

γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του αθλίου πατέρα,

μ' έδιωξε, βρέφος μες στα σπάργανα, μαζί του.

Μα ετράνεψα και μ' έφερε οπίσω η Δίκη·

και δίχως νάμαι εμπρός το χέρι μου έχω βάλη

κι όλο το σχέδιο της κακής του ύφανα μοίρας.

Έτσι κι ο θάνατος γλυκύς Θα μου είταν τώρα,

μια που τον είδα αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.

(Αισχ., Αγαμ. 1577-1611, μετ. Ι. Γρυπάρης)

 

ΗΛΕΚΤΡΑ (προς τον Αίγισθον)

Λοιπόν έστω! Από πού όμως ν' αρχίσω και πού να τελειώσω; Δεν επέρασεν ημέρα που να μη σκεφθώ με την αυγήν όσα ήθελα να σου ειπώ, αν μια ημέρα δεν σ' εφοβούμην πια και τώρα δεν σε φοβούμαι και θα σου τις ειπώ τις βρισιές που επιθυμούσα να σου έλεγα ενόσω ήσουν ζωντανός.

Μας κατέστρεψες, εμένα και τον αδελφό μου, και μας έκαμες ορφανούς από πατέρα αγαπημένον, ενώ δεν σε εβλάψαμεν εις τίποτε. Υπανδρεύθηκες άνομα την μητέρα μας και εσκότωσες τον άνδρα της, τον στρατηλάτη των Ελλήνων, ενώ εσύ δεν επήγες ποτέ να πολεμήσης τους Φρύγας. Και είχες τόσα μυαλά, ώστε ενόμιζες, όταν ατίμαζες τον πατέρα μου ότι, αν έπαιρνες γυναίκα την μητέρα μου, μ' εσένα θα ήτο πιστή! Ας ηξεύρη όμως ο καθένας που παραπλανά ατίμως την γυναίκα άλλου και κατόπιν αναγκάζεται να την πάρη, πως απατάται, αν νομίζη ότι, ενώ δεν ημπορούσε να είναι φρόνιμη με τον άλλο, θα είναι φρόνιμη μαζύ μ' αυτόν!

Εζούσες ζωήν ελεεινή και ενόμιζες μόνον ότι έζης ευτυχής, διότι και συ εννοούσες ότι ο γάμος σου ήτο έγκλημα, και η μητέρα μου ότι είχε άνδρα κακούργο. Και οι δύο κακούργοι εφέρατε μαζύ το βάρος του εγκλήματός σας, και άκουες από όλους τους Αργείους: «Αυτός είναι ο άνδρας της γυναίκας του!» και όχι «Αυτή είναι η γυναίκα του ανδρός της!» Τίποτε δεν είναι πιο αξιοπεριφρόνητον από ένα σπίτι όπου κυβερνά η γυναίκα και όχι ο άνδρας, και η ψυχή μου αισθάνεται αποστροφή για τα παιδιά, που τα λέγουν εις την πόλιν παιδιά της μητέρας των και όχι του πατέρα των.

Ο άνδρας που νυμφεύεται γυναίκα επίσημη και από μεγαλύτερο γένος, γίνεται μηδενικό, διότι μόνο για την γυναίκα γίνεται λόγος!

Ό,τι όμως εκολάκευε προπάντων την ανοησία σου, είναι ότι ενόμιζες πως είσαι κάτι με τα πλούτη που είχες, σαν να μένουν αιώνια μαζύ μας. Στερεό πράγμα είναι μόνον ο χαρακτήρ και όχι τα χρήματα, επειδή αυτός μένει πάντοτε μαζύ μας και μας βοηθεί εις τας δυσκόλους περιστάσεις, ενώ ο άδικος πλούτος εις τα χέρια κακών ανθρώπων μόνον ολίγον καιρόν ανθίζει, και αμέσως χάνεται.

Τώρα για την άτιμη διαγωγή σου με τας γυναίκας σωπαίνω, επειδή δεν αρμόζει μια κόρη να λέγη τέτοια πράγματα∙ με ολίγα λόγια όμως θα δώσω να εννοηθή ό,τι ήθελα να ειπώ.

Ήσουν αλαζών, επειδή ήσουν βασιλεύς και υπερήφανος, επειδή ήσουν όμορφος. Εγώ όμως δεν θα ήθελα άνδρα με παρθενικό πρόσωπο, αλλά άνδρα αληθινό. Μόνον τέτοιου ανθρώπου τα παιδιά έχουν γενναία ψυχήν, ενώ του άλλου είναι στόλισμα μόνο για τους χορούς!

Πήγαινε εις τα κομμάτια λοιπόν τώρα, ανόητε, που δεν εσκέπτεσο ότι μια μέρα θα έδιδες λόγο για ό,τι έκαμες! Εις το εξής κανείς κακούργος να μη νομίση ότι εξέφυγε την τιμωρία του, έστω και αν πηγαίνη καλά εις τας αρχάς, πριν φθάση το τέλος και τα υστερνά της ζωής του!

(Ευρ., Ηλ. 907-956, μετ. Άγγελος Τανάγρας, 1910)