Αν η πλοκή, δηλαδή η σειρά των "επεισοδίων" μιας λογοτεχνικής (ή αυτοσχέδιας) αφήγησης, συμπύκνωνε και την "ουσία" της αφήγησης, τότε η περίληψη της πλοκής ενός μυθιστορήματος, ενός διηγήματος, ενός ποιήματος ή ενός θεατρικού έργου θα ήταν κείμενο της ίδιας τάξης με τη λογοτεχνική μυθοπλασία. Είναι όμως; Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική, αφού η πλοκή δεν εξαντλεί το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου. Ή, αλλιώτικα, η περίληψη της πλοκής μιας λογοτεχνικής αφήγησης δεν είναι πια λογοτεχνία (Stubbs 1983). Η περίληψη της υπόθεσης της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, μιας αλυσίδας φόνων μικρών κοριτσιών από την ηρωίδα του έργου που κλείνει με τον μυστηριώδη πνιγμό της, καθώς καταδιώκεται από όργανα της έννομης τάξης, πολύ απέχει από τις προθέσεις του δημιουργού και το σύμπαν των ερμηνειών που έχουν προταθεί για το έργο. Βέβαια, υπάρχουν και αφηγήματα (όπως τα ρομάντζα, οι αστυνομικές ιστορίες ή η επιστημονική φαντασία) που δεν έχουν αξιώσεις "μεγάλης" λογοτεχνίας, η περίληψη των οποίων δεν θα είχε αγεφύρωτη διαφορά από τα πρωτότυπα έργα. Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές το αφηγηματικό υφάδι και η σύνοψή του δεν εξαντλούν την τέχνη του συγγραφέα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση ενός θεατρικού έργου. Η περίληψη της (τόσο γνωστής) πλοκής του Οιδίποδα Τύραννου του Σοφοκλή τι μπορεί να διασώσει από τη υποβλητικότητα των μονολόγων, την ένταση των διαλογικών μερών, τις αντιδράσεις του χορού, τις αποχρώσεις του ήθους των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα μυστικά της τέχνης του άφθαστου δραματουργού; Η περίληψη του μύθου του Οιδίποδα Τύραννουσίγουρα δεν είναι ο Οιδίποδας Τύραννος. Γι' αυτό και ο συγκλονισμός του θεατή του εν λόγω θεατρικού έργου είναι αδύνατο να πυροδοτηθεί ακόμη και από την πιο προσεγμένη περίληψη, πράγμα που ισχύει και στην περίπτωση της πεζογραφίας.
Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι ούτε η ποίηση μπορεί να συνοψιστεί. Ούτε καν τα μεγάλα αφηγηματικά ποιητικά έργα, όπου η αφήγηση φαίνεται να κατευθύνει τις τύχες του έργου. Περιλήψεις της υπόθεσης της Ερωφίλης και του Ερωτόκριτου, όπως αυτές που περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια (βλ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου, σελ. 68-69 και 75), έχουν μόνο διδακτικό ή στοιχειωδώς ενημερωτικό σκοπό. Η δυσκολία του να πεις με λίγα λόγια "τι λέει" ένα ποίημα ίσως είναι συγκρίσιμη με τη δυσκολία να μεταφράσεις ένα ποίημα σε άλλη γλώσσα.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η σύνοψη της πλοκής ενός λογοτεχνικού έργου είναι μόνον ένα πληροφοριακό κείμενο, δεν είναι λογοτεχνία. Επίσης, είναι σαφές ότι η σχέση της σύνοψης με το λογοτεχνικό πρωτότυπό της ποικίλλει ανάλογα με το είδος του πρωτοτύπου και τη μορφή της αφηγηματικότητάς του. Τα "πιο αφηγηματικά" είδη ή έργα μοιάζει να προσφέρονται σε σύνοψη, όμως η γοητεία της λογοτεχνίας πάντα διαφεύγει από το δίχτυ της περίληψης (βλ. και Thorne 1988).
Ό,τι ισχύει για τη μυθοπλασία δεν ισχύει και για τα μη λογοτεχνικά έργα. Η περίληψη ενός εγχειριδίου, ενός άρθρου, μιας ανταπόκρισης σε εφημερίδα διασώζουν την ταυτότητα των πρωτοτύπων, τηρουμένων των αναλογιών (Guth 1965). Το ίδιο συμβαίνει και με τις περιλήψεις μονολογικών ή διαλογικών συμβάντων λόγου, όπως μια διάλεξη ή μια λογομαχία: μια αντιπροσωπευτική περίληψή τους διασώζει και το ειδολογικό στίγμα τους.
Συμπέρασμα: η σύνοψη, δηλαδή η περίληψη της μυθοπλαστικής κυρίως αφήγησης, δεν είναι περίληψη κειμένου ως ολότητας, είναι περίληψη πληροφοριακών συστατικών (συμβάντων) ενός κειμένου. Η πολυσημία της λογοτεχνίας δεν εγκλωβίζεται στην περίληψη (vanPeer 1993).