Ο αγγλικός αυτός όρος έχει καθιερωθεί να αντιπροσωπεύει την περίληψη της γραπτής ή προφορικής επεξεργασίας ενός επιστημονικού θέματος / προβλήματος. Τέτοιου είδους περιλήψεις ζητούνται από βιβλιοθήκες ή βάσεις δεδομένων και συνοδεύουν την καταχώρηση επιστημονικών εργασιών, εγχειριδίων ή διατριβών, επιτρέποντας έτσι σε μελλοντικούς ερευνητές να αποκομίσουν ταχύτατα μια εικόνα του περιεχομένου τους. Επίσης, πολλά επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων προτάσσουν στα άρθρα που δημοσιεύουν περιλήψεις τις οποίες έχουν συντάξει οι ίδιοι οι συγγραφείς τους προς διευκόλυνση των αναγνωστών. Περιλήψεις οφείλουν να προσκομίζουν και όσοι συμμετέχουν σε επιστημονικά συνέδρια, ώστε οι ακροατές του να είναι ενημερωμένοι έγκαιρα για το περιεχόμενο των επιστημονικών ανακοινώσεων ή των συζητήσεων που θα λάβουν χώρα.
Για τη σύνταξη ενός abstract, δηλαδή μιας πυκνής και αντιπροσωπευτικής σύνοψης του περιεχομένου και, ταυτόχρονα, περιγραφής της οργάνωσης μιας επιστημονικής εργασίας, που γίνεται κανονικά από τον ίδιο τον ερευνητή, απαιτείται η εστίαση στα βασικά συστατικά του εμπειρικού και αποδεικτικού υλικού που πρόκειται να πυκνωθεί, ο εντοπισμός των πληροφοριών που τα αντιπροσωπεύουν, η απόσπαση, οργάνωση και σύμπτυξή τους σε ένα μικρό συνεκτικό κείμενο, όπως η παράγραφος, και, τέλος, η υφολογική του επεξεργασία, ώστε να είναι αναγνώσιμο ή δημοσιεύσιμο. Και επειδή τα abstracts, όπως είπαμε, αφορούν επιστημονικά κυρίως κείμενα, τα οποία ακολουθούν συγκεκριμένη πορεία οργάνωσης του υλικού τους, τα βήματα αυτής της πορείας (στόχος της εργασίας ® μέθοδος και ανάλυση υλικού ® ευρήματα και συζήτησή τους ® συμπεράσματα) γίνονται πολλές φορές ο άξονας δόμησης μιας τέτοιας περίληψης (Ghadessy 1999).
Σε αντιδιαστολή προς τη σχολική περίληψη, ένα abstract χαρακτηρίζεται από:
Ακολουθεί παράδειγμα ενός abstract ανακοίνωσης σε επιστημονικό συνέδριο:
"Στην ανακοίνωση αυτή υποστηρίζω ότι το δεικτικό μόριο να και το υποτακτικό μόριο να (προκλιτικό) συνδέονται συγχρονικά μεταξύ τους, καθώς το πρώτο είναι ένα εξωφορικό δεικτικό και το τελευταίο ένα ενδοφορικό δεικτικό. Μετά την παρουσίαση των επιχειρημάτων που στηρίζουν αυτή την υπόθεση (και αντικρούουν άλλες προτάσεις), εξετάζω τις επιπτώσεις της στο πρόβλημα της ετυμολογίας του δεικτικού να".
Χριστίδης Α.-Φ., 1985. Το δεικτικό να. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 6ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. (22-24 Απριλίου 1985). Θεσσαλονίκη, σελ. 221-241).