Στη σχέση τόνου και ύψους, όπως εμφανίζεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αναφέρεται ο Τσαντσάνογλου (2001, 986) στο παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Πλάτων (Κρατύλος 399ab) ονομάζει τη μετάθεση των τόνων κατά την παραγωγή (Διὶ φίλος > Δίφιλος) «μεταβολή των ὀξυτήτων» και χαρακτηρίζει την «τονισμένη» συλλαβή ὀξεῖαν και την «άτονη» βαρεῖαν. Παρόμοια και στον Αριστοτέλη (Ποιητική 1456b33) ένα από τα κριτήρια για τη διαφοροποίηση των φθόγγων είναι το μουσικό τους ύψος: ὀξύτητι καὶ βαρύτητι και τῶι μέσωι. όπου το μέσον συνήθως ερμηνεύεται ως ο συνδυασμός οξέος και βαρέως τόνου σε μία συλλαβή, αυτό που αργότερα ονομάστηκε ὀξυβάρεια ή περισπωμένη. Πολύ πιθανότερο όμως είναι ότι ο φιλόσοφος είχε διαγνώσει μεγαλύτερη τονική ποικιλία, τρία δηλαδή διαφορετικά τονικά ύψη, με το μέσον να λειτουργεί ίσως ως ενδιάμεσος δευτερεύων τόνος. Άλλωστε και ο Γλαύκος ο Σάμιος (5ος αιώνας π.Χ.;), ένας κατά τα άλλα άγνωστος μας θεωρητικός, ίσως της φωνητικής, διέκρινε έξι διαφορετικές προσωδίες. Οι τρεις από αυτές χαρακτηρίζονται με όρους που δηλώνουν τον βαθμό τανύσματος των χορδών στα έγχορδα όργανα, και αντιστοιχούν στις ποικιλίες του Αριστοτέλη: ἀνειμένη = βαρύτης, μέση = τὸ μέσον, ἐπιτεταμένη = ὀξύ της. Άλλοι δύο όροι του Γλαύκου αναφέρονται προφανώς σε συνδυασμούς τόνων; κεκλασμένη = ὀξεῖα + βαρεῖα, ἀντανακλωμένη - βαρεῖα + ὀξεῖ α, ενώ ο έκτος όρος δεν έχει σωθεί.»
© Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλίδη]