[…] Υπάρχουν πολλές πλευρές ως προς τις οποίες διαφέρουν η ομιλία από το γράψιμο. Αλλά όταν διερευνούμε τις μεταξύ τους διαφορές (…), δεν βρίσκουμε να υπάρχει απόλυτη διχοτομία. Είναι δύσκολο, για παράδειγμα, να σκεφθούμε οποιεσδήποτε λέξεις που θα μπορούσαν να κάνουν την εμφάνισή τουςμόνο στην ομιλία ή μόνο στο γράψιμο, αν και ορισμένες λέξεις ενδέχεται να εμφανισθούν πιο συχνά στον ένα τρόπο ή στον άλλο. Αντ' αυτού βρίσκουμε τάσεις: η γραπτή γλώσσα τείνει να είναι πιο τυπική, πιο πληροφοριακή και λιγότερο προσωπική. Η ομιλία και το γράψιμο διαφοροποιούνται κατά μήκος μιας σειράς συνεχόμενων διαστάσεων: για παράδειγμα, κατά μήκος του συνεχούς "προσωπικό/απρόσωπο" ο τύπος του γραψίματος που απαντά σε νομικά ντοκουμέντα θα βρίσκεται στο απρόσωπο άκρο, ενώ η άτυπη συνομιλία θα τείνει προς το προσωπικό άκρο. Αλλά οι προσωπικές επιστολές ενδέχεται να είναι πολύ κοντά στις συνομιλίες. Γι' αυτό, το γράψιμο και η ομιλία δεν συγκροτούν μιαν απλή διχοτομία. Για να περιγράψουμε τις διαφορές μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων, πρέπει σε κάθε περίπτωση να ρωτάμε ποιος τύπος γραψίματος ή ποιος τύπος ομιλίας εξετάζεται […].