Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, οι ρητορικοί έχουν κατηγοριοποιήσει τα κείμενα με βάση δύο ερωτήματα: "Ποιος είναι ο σκοπός του κειμένου;" και "Ποιο είναι το θέμα του κειμένου;" Η διαφορά είναι ανάλογη με τη διάκριση του van Dijk (1980) ανάμεσα σε πραγματολογικές μακροδομές και υπερδομές. Το πρώτο ερώτημα -"Ποιος είναι ο σκοπός του κειμένου;"- πρέπει να απαντηθεί ανάλογα με το αν το κείμενο είναι προφορικό, γραπτό, υπό ακρόαση ή υπό ανάγνωση. Το δεύτερο ερώτημα -"Ποιο είναι το θέμα του κειμένου;"- προσεγγίζει περισσότερο την αντίληψη για τα είδη κειμένων στις σύγχρονες ψυχολογικές και γλωσσολογικές έρευνες. Οι κατηγοριοποιήσεις της ρητορικής που δίνουν απάντηση στο δεύτερο ερώτημα προέρχονται από φιλοσοφικές απόψεις για τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα αναπαριστά την πραγματικότητα. Θα κάνουμε μια ανασκόπηση των ερευνών στον χώρο της ρητορικής με αναφορά και στα δύο ερωτήματα.
Σχεδόν όλες οι κατηγοριοποιήσεις των κειμένων με βάση τον σκοπό ή τη λειτουργία (π.χ. πειθώ, επεξήγηση, ψυχαγωγία) προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τη Ρητορική του Αριστοτέλη (μετ., 1960). Στη Ρητορική, ο Αριστοτέλης κατηγοριοποιεί δύο είδη επιχειρηματολογίας -το ένα βασίζεται σε εξωτερικές αποδείξεις και το άλλο στην πειθώ. Η πειθώ μπορεί να είναι τριών ειδών: επίκληση στον χαρακτήρα του ομιλητή (ήθος), επίκληση στο θέμα (λόγος) και επίκληση στο ακροατήριο (πάθος). Σε ένα ακόμα βαθύτερο επίπεδο ταξινόμησης, η διάκριση του Αριστοτέλη ανάμεσα σε ρητορική και ποιητική προϋποθέτει διαφορές στον στόχο ή στη λειτουργία μεταξύ κειμένων. Προφανώς, τέτοιες διακρίσεις έχουν εγκατασταθεί στη δυτική σκέψη. Μεταγενέστεροι διανοητές έχουν αναπτύξει μοντέλα για τη διάκριση των κειμένων με βάση το στόχο τους. Κατά τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, ο Campbell (1976/1963) πρότεινε ένα ταξινομικό σύστημα για την κατηγοριοποίηση του λόγου σύμφωνα με τέσσερις σκοπούς -"τη διαφώτιση της κατανόησης, την τέρψη της φαντασίας, την αφύπνιση των παθών, ή την επιρροή της βούλησης".
Επιστήμονες του 20ού αιώνα έχουν επίσης κατηγοριοποιήσει τα κείμενα με βάση τον στόχο τους, αν και οι βάσεις όπου στηρίζονται αυτές οι διακρίσεις διαφέρουν σημαντικά. Ο Morris (1946), για παράδειγμα, χρησιμοποιεί μια σημειωτική και συμπεριφορική οπτική της γλώσσας ως θεωρητική βάση για ένα ταξινομικό σύστημα ειδών λόγου. Η κατηγοριοποίηση του Morris παραμένει σημαντική, γιατί κάνει διάκριση ανάμεσα σε "χρήσεις" (ή σκοπούς ή λειτουργίες) του λόγου και σε "τρόπους" ("τρόπους σήμανσης") με τους οποίους αυτές οι χρήσεις πραγματώνονται στον λόγο. Πιο πρόσφατα, ο Jakobson (1960), o Kinneavy (1971) και οι Britton, Burgess, Martin, Mcleod και Rosen (1975), έχουν στραφεί εξ ολοκλήρου στις λειτουργίες ως βάση για σχήματα κατηγοριοποίησης. Το ταξινομικό σύστημα του Kinneavy για τους σκοπούς του λόγου έχει τη θεωρητική του βάση στα τέσσερα συστατικά του "επικοινωνιακού τριγώνου" -τον ομιλητή/συγγραφέα, το ακροατήριο, το θέμα και το κείμενο. Ο Kinneavy υποστηρίζει πως κάθε ένα από αυτά τα συστατικά πρέπει να είναι παρόν προκειμένου να υπάρξει επικοινωνία, και ότι, όταν σε ένα κομμάτι λόγου δίνεται περισσότερη έμφαση σε ένα συστατικό από ό,τι στα άλλα, προκύπτουν διαφορετικά είδη λόγου. Οι διακρίσεις του Kinneavy θυμίζουν τα μέσα πειθούς του Αριστοτέλη. Έμφαση στον ομιλητή ή τον συγγραφέα οδηγεί σε λόγο προσωπικής έκφρασης· έμφαση στο ακροατήριο οδηγεί στην πειθώ· έμφαση στο θέμα οδηγεί σε επεξηγηματικό λόγο· και έμφαση στο ίδιο το κείμενο οδηγεί στη λογοτεχνία.
Σχήματα κατηγοριοποίησης που βασίζονται σε απαντήσεις του δεύτερου ερωτήματος -ποιο είναι το θέμα του κειμένου;- διατρέχουν επίσης ολόκληρη την ιστορία της ρητορικής. Ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει ένα τέτοιο σχήμα στη Ρητορική, όπου περιγράφει είκοσι οκτώ κατευθύνσεις επιχειρημάτων, ή τόπους, που μπορούν να οργανώσουν ένα κείμενο. Οι τόποι του Αριστοτέλη συνεχίζουν να ασκούν επιρροή μέχρι σήμερα. Π.χ., η συζήτηση της επιχειρηματολογίας από τους Pelerman Olbrechts-Tyteca ([1958] 1969) αναπτύσσει πολλές από τις κατηγορίες που όρισε ο Αριστοτέλης. Το ενδιαφέρον για κατηγοριοποιήσεις τύπων κειμένου συνεχίστηκε και από τους λατίνους θεωρητικούς της ρητορικής. Η σημαντική λατινική πραγματεία της ρητορικής, η Rhetorica Ad Herennium (μετ., 1949), που αποδίδεται από κάποιους μελετητές στον Cornificius, περιλαμβάνει μια τέτοιου είδους κατηγοριοποίηση. Μια άλλη σημαντική λατινική πραγματεία ρητορικής, η De Oratore του Κικέρωνα (μετ., 1942), κατηγοριοποιεί τα κείμενα σύμφωνα με τα είδη νομικών ζητημάτων που πραγματεύονταν οι δικηγόροι στα δικαστήρια. Ο Κικέρωνας κάνει διάκριση μεταξύ προφορικών κειμένων που ασχολούνται με ζητήματα περί το πραγματικό, ζητήματα ορισμού και ζητήματα ποιότητας.
Ένα άλλο σχήμα κατηγοριοποίησης που έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση προτάθηκε από έναν θεωρητικό της ρητορικής του 19ου αιώνα, τον Bain (1866). Οι "μορφές" λόγου του Bain -αφήγηση, περιγραφή, έκθεση και επιχειρηματολογία- αποτέλεσαν τους τέσσερις παραδοσιακούς "τρόπους" λόγου που οργάνωναν πολλά εγχειρίδια γραφής του 20ού αιώνα. Οι παραδοσιακοί τρόποι, όμως, έχουν ανατραπεί. Ο Kinneavy (1971) και ο Britton κ.ά. (1975) επισημαίνουν κάποιες βασικές θεωρητικές αδυναμίεςστην παραδοσιακή κατηγοριοποίηση των κειμένων ως αφήγηση, περιγραφή, έκθεση ή επιχειρηματολογία. Οι βασικές αντιρρήσεις σε αυτούς τους τέσσερις "τρόπους" επικεντρώνονται στη σύγχυση του σκοπού του λόγου με τον τύπο κειμένου. Τέτοια σύγχυση είναι προφανής στην έκθεση και την επιχειρηματολογία. Για παράδειγμα, η επιχειρηματολογία, παραδοσιακά, ορίζεται με πραγματολογικούς όρους και όχι με βάση το θέμα του λόγου. Έτσι, μια επιχειρηματολογία λ.χ. εναντίον εξαθλιωμένων οικιστικών περιοχών (slums) μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιεί περιγραφές των συνθηκών ζωής σε εξαθλιωμένα σπίτια, προσωπικές αφηγήσεις για τη ζωή σε εξαθλιωμένα σπίτια και εκτιμήσεις της κατάστασής τους. Αντίστοιχα, σε μια έκθεση -που από πραγματολογική άποψη έχει ως στόχο να "εξηγήσει"- είναι συνηθισμένο να συναντά κανείς εξηγήσεις που στηρίζονται σε αφηγήσεις, περιγραφές ή ορισμούς.
Ο Kinneavy (1971· 1980) προτείνει μια κατηγοριοποίηση τύπων κειμένων πέρα από την κατηγοριοποίηση των σκοπών. Αυτοί οι τύποι, που ο Kinneavy αποκαλεί "τρόπους", προέρχονται από φιλοσοφικές απόψεις για το πώς μπορεί να προσλαμβάνεται η πραγματικότητα. Η βασική διάκρισή του είναι μεταξύ στατικού και δυναμικού, ανάμεσα στο να βλέπεις κάτι μια συγκεκριμένη στιγμή και στο να βλέπεις πώς μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Αν η στατική αντίληψη της πραγματικότητας εστιάζει σε ατομικές υπάρξεις, περιγράφουμε· αν εστιάζει σε ομάδες, κατηγοριοποιούμε· αν η δυναμική αντίληψη της πραγματικότητας βλέπει την αλλαγή, αφηγούμαστε· αν εξετάζει το δυναμικό που έχει η πραγματικότητα για αλλαγή, εκτιμούμε. Ο Kinneavy υποστηρίζει ότι τις περισσότερες φορές στον λόγο χρησιμοποιούνται πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας και, επομένως, ο λόγος χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα. Τα σύγχρονα εγχειρίδια και οι ανθολογίες εκθέσεων που χρησιμοποιούνται σε μαθήματα γραπτού λόγου συχνά περιλαμβάνουν κατηγοριοποιήσεις ειδών κειμένου. Οι Rosa και Eschholz (1982), για παράδειγμα, ταξινομούν τις εκθέσεις σε εννιά κατηγορίες: απεικόνιση, αφήγηση, περιγραφή, ορισμός, ανάλυση διαδικασίας, ταξινόμηση, σύγκριση και αντίθεση, αίτιο και αποτέλεσμα, και επιχειρηματολογία.
Η εμμονή σε κατηγοριοποιήσεις με βάση τον τύπο του κειμένου μέσα στα 2.400 χρόνια της ιστορίας της ρητορικής υποδεικνύει πως αυτές οι κατηγοριοποιήσεις αντανακλούν πράγματι κάποιες θεμελιώδεις ιδιότητες του λόγου. Αυτές οι ιδιότητες είναι πολύ πιθανόν να αφορούν τις μελέτες κατανόησης του λόγου. Αλλά πριν επιχειρηθούν τέτοιες μελέτες, πρέπει πρώτα να απαντηθούν άλλα ερωτήματα. Ένα από τα σημαντικότερα αφορά την αξιοπιστία της εφαρμογής των ρητορικών κατηγοριοποιήσεων. Η έρευνά μας διερευνά τις γνωσιακές βάσεις των ρητορικών κατηγοριοποιήσεων διαφόρων τύπων κειμένων. Συγκεκριμένα, κάναμε τρία συναφή πειράματα και εξετάσαμε (1) αν οι άνθρωποι ταξινομούν τα κείμενα με τρόπους παρόμοιους με τις κατηγοριοποιήσεις της ρητορικής και (2) αν η γνώση των σχημάτων κατηγοριοποίησης των κειμένων είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη συνεκτικών κατηγοριοποιήσεων.