Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αχειραφέτητος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχειραφέτητος -η -ο [axirafétitos] E5 : που δεν έχει χειραφετηθεί, που δεν είναι χειραφετημένος: Aχειραφέτητη γυναίκα.
[λόγ. α- 1 χειραφετη- (χειραφετώ) -τος]