Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "τζόβενο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζόβενο το [dzóveno] O41 & τζόβενος ο [dzóvenos] O20 : (ειρ., μειωτ., για άντρα προχωρημένης ηλικίας) αυτός που μιμείται τους νέους στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Mας κάνει το ~.
[βεν. zoven(e) `νέος΄ -ο· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]