Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "τζίνι" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζίνι το [dzíni] O44 : 1. πνεύμα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε άνθρωπο. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος πολύ ικανός, δαιμόνιος: Tα τζίνια της τάξης, οι πολύ καλοί μαθητές.
[τουρκ. cin (από τα αραβ.) -ι]