Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αμμώνιο"
αμμώνιο το [amónio] O40 : (χημ.) ένωση του αζώτου με υδρογόνο που παράγεται κατά τη διάλυση αεριούχου αμμωνίας σε νερό: Aνθρακικό / νιτρικό / χλωριούχο ~.

[λόγ. < νλατ. ammonium < ammon(ia) = αμμων(ία) -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες