Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αμμώνιο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμμώνιο το [amónio] O40 : (χημ.) ένωση του αζώτου με υδρογόνο που παράγεται κατά τη διάλυση αεριούχου αμμωνίας σε νερό: Aνθρακικό / νιτρικό / χλωριούχο ~.
[λόγ. < νλατ. ammonium < ammon(ia) = αμμων(ία) -ium = -ιον]