Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "ισογώνιος -α -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισογώνιος -α -ο [isoγónios] E6 : (για γεωμ. σχήμα) που έχει όλες τις γωνίες του ίσες: Iσογώνιο τρίγωνο.
[λόγ. < αρχ. ἰσογώνιος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "ισογώνιος -α -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. ἰσογώνιος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |