Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "γλυφίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλυφίζω [γlifízo] P2.1α : κυρίως για νερό που έχει υφάλμυρη γεύση.
[γλυφ(ός) -ίζω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "γλυφίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[γλυφ(ός) -ίζω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |