Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "γλυφίζω"
γλυφίζω [γlifízo] P2.1α : κυρίως για νερό που έχει υφάλμυρη γεύση.

[γλυφ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες