Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλέμπα
2 εγγραφές [1 - 2]
πλέμπα η [pléba] Ο25 : (μειωτ.) τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, το ανώνυμο πλήθος, ο όχλος: H ~ και η αριστοκρατία.

[ιταλ. pleb(e)]

πλεμπάγια η [plebája] Ο25α : η πλέμπα.

[βεν. plebagia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες