Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούπα
3 εγγραφές [1 - 3]
κούπα η [kúpa] Ο25α : I. κύπελλο με ημισφαιρικό συνήθ. σχήμα, περισσότερο φαρδύ παρά βαθύ: Γέμισε την ~ με κρασί. || ποσότητα υγρού που περιέχεται σε μια κούπα: Ήπιε δυο κούπες γάλα. ΦΡ γίναμε από κούπες, μαλώσαμε πολύ, παρεξηγηθήκαμε. τα κάναμε από κούπες, αποτύχαμε σε κτ. ή καταστρέψαμε μια σχέση. II. μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα την κόκκινη καρδιά: Nτάμα ~. || Kούπες, είδος παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.

[I: μσν. κούπα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κοῦπα `βαρέλι΄ < λατ. cup(p)a με σημασιολ. επίδρ. του ιταλ. coppa (< λατ. cup(p)a)· II: σημδ. ιταλ. coppa]

κουπάκι το [kupáki] Ο44α : πλαστικό ή χάρτινο κύπελλο συνήθ. για παγωτό ή γιαούρτι.

[κούπ(α) -άκι]

κουπαστή η [kupastí] Ο29 : 1. το επάνω μέρος των τοιχωμάτων του καραβιού ή της βάρκας: Aκουμπισμένη στην ~ αγνάντευε το πέλαγος. 2. το επάνω μέρος κάθε προστατευτικού κιγκλιδώματος (σε εξώστη, σκάλα κτλ.).

[ίσως μσν. *εγκωπαστή < *εγκωπασ- (*εγκωπάζω) `τοποθετώ τα κουπιά΄ -τή, θηλ. (κατά το μεριά) του -τός (πρβ. ελνστ. ἔγκωπον `το μέρος του πλοίου όπου στηρίζονται τα κουπιά΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποηχηροπ. [g > k] και τροπή [o > u] κατά το κουπί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες