Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαλασσοπόρος ο [θalasopóros] Ο18 : αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια, που διασχίζει τις θάλασσες (ειδικότ. για τους ναυτικούς της εποχής των γεωγραφικών εξερευνήσεων και ανακαλύψεων): Πορτογάλοι θαλασσοπόροι έφτασαν πρώτοι στις Iνδίες. Tολμηρός ~ πέρασε με κότερο τον Aτλαντικό.
[λόγ. < ελνστ. θαλασσοπόρος]