Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφετηρία η [afetiría] Ο25 : α.το τοπικό σημείο από το οποίο ξεκινά κάποιος ή κτ. για να κάνει μια διαδρομή· η αρχή μιας διαδρομής. ANT τέρμα: H ~ των αστικών λεωφορείων. H ~ ενός δρόμου / μιας λεωφόρου. H γραμμή αφετηρίας, από όπου γίνεται η εκκίνηση σε ένα άθλημα δρόμου, η βαλβίδα 2. β. (μτφ.) ό,τι αποτελεί την πρώτη και καθοριστική αρχή ή αφορμή μιας δραστηριότητας, μιας σειράς ενεργειών, μιας εξέλιξης: H ~ μιας σειράς συλλογισμών / σκέψεων. H ~ μιας συζήτησης. ANT απόληξη. Οι εκλογές αποτέλεσαν την ~ νέων πολιτικών ανακατατάξεων.
[λόγ. < ελνστ. ἀφετηρία]
- αφετηριακός -ή -ό [afetiriakós] Ε1 : που αναφέρεται, έχει σχέση με την αφετηρία, την αρχή: Aφετηριακό πρόβλημα.
αφετηριακά ΕΠIΡΡ εξαρχής. [λόγ. αφετηρί(α) -ακός]