Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὑδράργυρος
1 εγγραφή
υδράργυρος ο [iδrárjiros] Ο19 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) στοιχείο της ομάδας των μετάλλων, αργυρόλευκο, ρευστό στη συνηθισμένη του κατάσταση: Iωδιούχος / κυανούχος ~. Θερμόμετρο υδραργύρου. (έκφρ.) ανεβαίνει ο ~ / άνοδος του υδραργύρου, για άνοδο της θερμοκρασίας και μτφ. για προοδευτική όξυνση καταστάσεων, σχέσεων κτλ.: H μετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει άνοδο του υδραργύρου. Ενόψει των δημοτικών εκλογών προβλέπεται άνοδος του υδραργύρου. κατεβαίνει ο ~ / κάθοδος του υδραργύρου, για πτώση της θερμοκρασίας.

[λόγ. < ελνστ. ὑδράργυρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες