Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημιτελής -ής -ές [imitelís] Ε10 : (λόγ.) μισοτελειωμένος: Πέθανε και άφησε το έργο του ημιτελές. H Hμιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ.
ημιτελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡμιτελής· λόγ. < ελνστ. ἡμιτελῶς]