Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έννομος -η -ο [énomos] Ε5 : που είναι σύμφωνος με το νόμο, που καθορίζεται από το νόμο· (πρβ. νόμιμος). ANT έκνομος: Έννομη τάξη. Έννο μο συμφέρον.
εννόμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔννομος, ἐννόμως]