Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔμπρακτος
1 εγγραφή
έμπρακτος -η -ο [émbraktos] Ε5 : που γίνεται, που εκδηλώνεται με πράξη, με έργα: Έμπρακτη μεταμέλεια / μετάνοια / αγάπη. Έμπρακτη διαβεβαίωση. Έμπρακτο ενδιαφέρον. έμπρακτα & (λόγ.) εμπράκτως ΕΠIΡΡ με πράξεις, με έργα: Mας διαβεβαίωσε ~. Έδειξε τη μεταμέλειά του εμπράκτως.

[λόγ. < αρχ. ἔμπρακτος `που βρίσκεται στη δυνατότητα κάποιου να το πράξει΄ σημδ. γερμ. tatsächlich, Tat-· λόγ. < ελνστ. ἐμπράκτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες