Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπρακτος -η -ο [émbraktos] Ε5 : που γίνεται, που εκδηλώνεται με πράξη, με έργα: Έμπρακτη μεταμέλεια / μετάνοια / αγάπη. Έμπρακτη διαβεβαίωση. Έμπρακτο ενδιαφέρον.
έμπρακτα & (λόγ.) εμπράκτως ΕΠIΡΡ με πράξεις, με έργα: Mας διαβεβαίωσε ~. Έδειξε τη μεταμέλειά του εμπράκτως. [λόγ. < αρχ. ἔμπρακτος `που βρίσκεται στη δυνατότητα κάποιου να το πράξει΄ σημδ. γερμ. tatsächlich, Tat-· λόγ. < ελνστ. ἐμπράκτως]