Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιφέρω [epiféro] -εται Ρ πρτ. και αόρ. επέφερα, απαρέμφ. επιφέρει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ, προκαλώ κτ.: H υποτίμηση της δραχμής θα επιφέρει αναστάτωση στην οικονομική ζωή. Οι καταρρακτώδεις βροχές επέφεραν τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες. || Ο υπουργός επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις / αλλαγές / βελτιώσεις στο νομοσχέδιο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφέρω]