Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτελώ [epiteló] -ούμαι Ρ10.10 : (λόγ.) εκτελώ, πραγματοποιώ κτ.: Επιτελεί καθήκον ύψιστης σημασίας. Έχει επιτελέσει σημαντικό έργο. Tο επιτελούμενο έργο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτελῶ]