Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίλογος [epíloγos] Ο20α : 1.το τελευταίο τμήμα ενός κειμένου, το οποίο συνήθ. περιέχει ανακεφαλαίωση του κύριου μέρους ή έκθεση των συμπερασμάτων: Ο ~ ενός δοκιμίου / ρητορικού λόγου. Πρόλογος, κύριο θέμα και ~. Ο ~ μιας διήγησης, το τέλος της. Ο ~ ενός διηγήματος / μυθιστορήματος. Ο ~ ενός θεατρικού έργου. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα ή απλώς το τελευταίο τμήμα από μία σειρά γεγονότων ή πράξεων: Ο ~ του ειδυλλίου. Στο νεκροταφείο γράφτηκε ο τραγικός ~ του δυστυχήματος.
[λόγ. < αρχ. ἐπίλογος `συμπέρασμα, κατακλείδα ρητορικού λόγου΄ & σημδ. γαλλ. épilogue (σε νέες σημ.) < λατ. epilogus < αρχ. ἐπίλογος]