Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀτελής
2 εγγραφές [1 - 2]
ατελής 1 -ής -ές [atelís] Ε10 : που κτ. του λείπει για να ολοκληρωθεί, για να γίνει σωστός ή τέλειος· ημιτελής, ελλιπής: ~ καύση / ανάπτυξη. || (μαθημ.): ~ διαίρεση, που πάντοτε αφήνει υπόλοιπο. ANT τέλειος.

[λόγ. < αρχ. ἀτελής]

ατελής 2 -ής -ές : που είναι νόμιμα απαλλαγμένος από τέλη, φόρους, δασμούς κτλ.: ~ εισαγωγή πρώτων υλών. ατελώς ΕΠIΡΡ: Tο πιστοποιητικό εκδίδεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀτελής· λόγ. < αρχ. ἀτελῶς `ανολοκλήρωτα΄ < ἀτελής (δες ατελής 1) κατά τη σημ. του ατελής 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες